Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΤΣΙΚΙΩΤΩΝ Νο 4 - Μικρά Ασία και Λήμνος

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΚΑΙ ΛΗΜΝΟΣ

Ξενοδοχείο "Στράτος Βασιλικός"
Μιχαλακοπούλου 114 - Αθήνα

11 Μαΐου 2011, ώρα 19.30



Το πρόγραμμα της εκδήλωσης


Οι ομιλητές: Από αριστερά, Αριστείδης Τσοτρούδης, Γιώργος Τσιμουρής, Θεόδωρος Μπελίτσος, Σταύρος Τραγάρας, Μαρία Βαγιάκου, Ιωάννης Ψάρρας



Οι ομιλητές: Από αριστερά, Αριστείδης Τσοτρούδης, Γιώργος Τσιμουρής, Θεόδωρος Μπελίτσος, Σταύρος Τραγάρας, Μαρία Βαγιάκου, Ιωάννης Ψάρρας


Από αριστερά, Γιώργος Τσιμουρής, Θόδωρος Μπελίτσος, Σταύρος Τραγάρας, Μαρία Βαγιάκου















ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΡΑΓΑΡΑΣ

Σταύρος Τραγάρας

Χαιρετισμοί - Εισαγωγή

Αγαπητοί φίλοι, καλησπέρα σας
Εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Ατσικιωτών Λήμνου σας καλωσορίζω στη σημερινή λαμπρή εκδήλωσή μας.
Ευχαριστώ όλους μαζί και τον καθένας σας ξεχωριστά, για την παρουσία σας εδώ, είτε εκπροσωπείτε τον εαυτό σας είτε εκπροσωπείτε την ομοσπονδία ή τους συλλόγους των χωριών, ή έχετε άλλον θεσμικό ρόλο.
Ευχαριστώ όλους, όσους συνέβαλαν στη δημιουργία αυτής της εκδήλωσης, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου Ατσικιωτών, το ξενοδοχείο, όλους. Και βεβαίως τους ομιλητές, που σας τους παρουσιάζω εν τάχει.
*Ο Θεόδωρος Μπελίτσος είναι συγγραφέας, με πλήθος βιβλίων για τη Λήμνο, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία και τη γλώσσα της Λήμνου, θα λέγαμε ότι είναι ο ιστορικός της Λήμνου. Το επάγγελμά του είναι χημικός και διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση.
*Ο Αριστείδης Τσοτρούδης είναι οδοντίατρος, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον κι αυτός για την ιστορία και συγγραφέας δύο καταπληκτικών βιβλίων, ενώ ετοιμάζει κι άλλα.
*Η Μαρία Βαγιάκου είναι φιλόλογος, διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση και έχει την αξία εκείνων των παλαιών πολυμαθέστατων φιλολόγων, που σήμερα δυστυχώς σπανίζουν.
*Ο Γιώργος Τσιμουρής είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, έχει ασχοληθεί πολύ με τους πρόσφυγες και ιδιαίτερα με τους πρόσφυγες του Ρεΐς – Ντερέ, έχει γράψει ένα βιβλίο μετά από επιτόπια μακρόχρονη έρευνα για την Ίμβρο, και ετοιμάζει κι αυτός κι άλλα.
*Ο Ιωάννης Ψάρρας είναι ποιητής. Δεν ξέρω τι θα ήθελε να πω για τις επαγγελματικές και λοιπές ασχολίες του, αλλά για μένα είναι μόνον ποιητής. Κατάγεται δε από την Κούταλη.
*Η Ελένη Μισετζή, που θα μας απαγγείλει ποίηση είναι πολιτικός επιστήμων και Γενική Γραμματέας του Συλλόγου Ατσικιωτών Λήμνου.
*Ο Νίκος Χείλαρης που θα μας απαγγείλει επίσης ποίηση, είναι γιατρός πνευμονολόγος.
*Τέλος, ο άνθρωπος στου οποίου το πρόσωπο θα τιμήσουμε τον Μικρασιατικό Ελληνισμό της Λήμνου είναι ένας ζωντανός θρύλος, επιζών της καταστροφής, ο στρατηγός Ελευθέριος Πατεράκης.

Θα αναρωτηθεί ίσως κάποιος. Γιατί αυτή η εκδήλωση;
Οι απαντήσεις είναι πολλές.
* Πάντα οι Λήμνιοι είχαν στενή σχέση με τη Μικρά Ασία, πάντα ταξίδευαν σ’ αυτήν και πολύ πριν την καταστροφή, όπως θα σας αναπτύξει ο Θόδωρος Μπελίτσος.
* Γιατί, οι άνθρωποι αυτοί που ήλθαν στη Λήμνο από τη Μικρά Ασία, έζησαν δίπλα μας και μαζί μας.
* Γιατί μας είπαν τις τραγικές ιστορίες τους από πρώτο χέρι και εμείς τις ακούσαμε και δεν τις ακούσαμε.
* Γιατί πολλοί, τους αισθανθήκαμε ως απειλή και η στάση αρκετές φορές ήταν από επιφυλακτική έως εχθρική.
* Γιατί πολλές φορές χλευάσαμε τις συνήθειές τους και τη γλώσσα τους.
* Γιατί πολλές φορές τους απομονώσαμε στα γκέτο των χωριών τους.
* Γιατί πολλές φορές ζηλέψαμε την εργατικότητα και την προκοπή τους.
* Αλλά και γιατί πολλές φορές γίναμε ένα μ’ αυτούς, τους αγαπήσαμε, και συμπορευτήκαμε μαζί στο δύσβατο μονοπάτι του βίου.
* Αυτή η εκδήλωση είναι μια εκδήλωση μνήμης και τιμής για τους Μικρασιάτες που θυσιάστηκαν, για όλους τους Μικρασιάτες.
* Η εκδήλωση αυτή έχει και άλλη μια πτυχή εκτός απ’ τη διδακτική. Την ενθαρρυντική. Το να ενισχύσει το θάρρος μας. Το φρόνημά μας. Την αυτογνωσία μας. Τώρα, που όλοι είμαστε τρεμοκούρκουλοι κάτω απ’ τη σημαία του φόβου, περιδεείς παρατηρητές ενός παρόντος που μας ξαφνιάζει και έντρομοι προβλέπτες ενός μέλλοντος που επίσης μας τρομάζει, τώρα που ιδρωκοπούμε πάνω απ’ τη λευκή πετσέτα που μόλις ρίξαμε στο ριγκ, τώρα που οι Ευρώπες για άλλη μια φορά εκμεταλλευόμενες τα τραγικά μας λάθη στέκονται μπροστά μας απειλητικές με σηκωμένο το δάχτυλο, ας αντλήσουμε δύναμη απ’ το παράδειγμα των Μικρασιατών.
Αυτό το τεράστιο θέμα βέβαια δεν μπορούμε να το αναλύσουμε εντός των χρονικών ορίων μιας εκδήλωσης. Θα αναφερθούμε μόνο σε μερικές πτυχές του.
Η διείσδυση στην ιστορία της Μικράς Ασίας μοιάζει με ταξίδι στο βάθος της αβύσσου. Κάθε συζήτηση για τη Μικρά Ασία ξεσκεπάζει ένα αδιανόητα ζοφερό τοπίο.
Αυτά που μπορούν να λεχθούν στα σίγουρα, είναι ότι το σχέδιο εξόντωσης του Μικρασιατικού Ελληνισμού είχε εξυφανθεί ή είχε γίνει ανεκτό από τις μεγάλες δυνάμεις πολύ πριν το 22. Οι μέθοδοι που εφαρμόστηκαν για την εξόντωση του ελληνικού άμαχου πληθυσμού: Μαζικές σφαγές, απελάσεις και εκτοπισμοί, «τάγματα εργασίας», λιμός, πορείες θανάτου, καταστροφές οικισμών και πλουτοπαραγωγικών πηγών, αγριότητες και ωμότητες τέτοιου είδους, που είναι αδιανόητες για το ανθρώπινο είδος. Πώς να αναλυθεί, να αποκρυπτογραφηθεί το παράλογο, το τραγελαφικό, το θηριώδες;
Ότι η Ελληνική Μικρά Ασία ήταν ένας ακόμα χώρος όπου παίχθηκαν τα δύσοσμα παιχνίδια της διεθνούς πολιτικής με αποτέλεσμα την φρικιαστική εκατόμβη των Ελλήνων που κατοικούσαν σε εκείνο τον τόπο.
Ότι από μέρους του Ελληνικού κράτους δεν υπήρξε λάθος και πολιτική ανοησία που μπορούσαμε να την αποφύγουμε και δεν την κάναμε. Τα διαπράξαμε όλα. Τις πολύμορφες αντιθέσεις και συγκρούσεις που διαπερνούσαν την τότε ελληνική πολιτική σκηνή αλλά κυρίως στυγνές και στεγνές αποφάσεις των μεγάλων δυνάμεων βάσει των συμφερόντων τους τις πλήρωσαν ακριβά οι Έλληνες της Μικράς Ασίας.
Ότι για πολλές δεκαετίες η τραγωδία του Μικρασιατικού ελληνισμού ήταν ένα θέμα καλυμμένο με σιωπή. Ο πολιτικός κόσμος είχε επιλέξει να ξεχαστούν τα πάντα, η ιστορική επιστήμη το είχε θέσει στο περιθώριο, η τέχνη σχεδόν το αγνοούσε, για την εκπαίδευση ήταν ανύπαρκτο. Ο Μικρασιατικός κόσμος και η καταστροφή του βρέθηκαν έξω από το οριοθετημένο πλαίσιο της εθνικής μνήμης.
Όμως η μνήμη παρέμενε ζωντανή στις κοινωνίες των προσφύγων. Όχι μόνο ως αίσθημα πόνου και νοσταλγίας. Ο προσφυγικός κόσμος με τις οργανώσεις και τους συλλόγους του λειτούργησε ως κιβωτός διάσωσης της ιστορικής του διαδρομής και παράλληλα αγωνίστηκε να καταγράψει την καταστροφή στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων.
Ωστόσο πάντα θα μένει αιωρούμενο ένα ερώτημα. Γιατί; Γιατί;
Τώρα πια που πέρασαν τα χρόνια με αμνησικακία. Αλλά με μνήμη.
Ένας κόσμος εκεί, ένας κόσμος εδώ. Αν υπάρχει ένας πυρήνας που πάλλεται μέσα στο αδιανόητο, αν υπάρχει το έσχατο μυστικό της επικοινωνίας των δύο κόσμων, αυτό δεν είναι παρά μονάχα η μνήμη.
Η ιστορία κάθε πρόσφυγα, κάθε προσφυγικής οικογένειας είναι έπος και χρονικό μαζί. Άνθρωποι κατατρεγμένοι, εξουθενωμένοι από την απελπισία, που έζησαν την κόλαση στον απάνω κόσμο. Τι μέσα πρέπει να επιστρατευθούν για την ερμηνεία της ανθρώπινης ατέλειας αλλά και της μεγαλοσύνης.
Οι πρόσφυγες μπόρεσαν και υπερέβησαν τη μοίρα τους. Με το ένστικτο του επιζήσαντος. Έβαλαν ένα στοίχημα. Ένα. Να βρούνε τον τόπο που δεν υπάρχει. Να πάρουν την ουτοπία στο σπίτι τους. Αυτές οι ρημαγμένες ζωές, δεν χάθηκαν σταδιακά στα σκότη της οδύνης τους.
Μια επίμονη σκιά θανάτου υπερίπταται της ύπαρξής τους και το ρίγος του τραγικού τους συνταράσσει. Σπαράσσονται από μια αδιέξοδη ανάγκη, τρώνε τις σάρκες τους, μιλούν με τις σκιές, μέσα τους φωλιάζει ο πόθος για μια βαθιά και αδηφάγο εκδίκηση, την ίδια ώρα που η πολύχρωμη και ζουμερή ζωή τους καλεί χωρίς προσχήματα. Ο άνθρωπος διαπερνάται από αντίθετες δυνάμεις κι αυτό γεννά μέσα του μια συνεχή αμφιθυμία. Η αιώνια διελκυστίνδα του βίου, που τις αποχρώσεις του ασπρόμαυρου, τις μετατρέπει σε αποχρώσεις του ουράνιου τόξου.
Μέσα τους αντιβουίζει ένας άλεκτος λυγμός. Μέσα σε ένα αβυσσαλέο ρήγμα. Διψούν για μια ανέλπιδη ικεσία, για λίγο νόημα. Βηματίζουν ψυχαναγκαστικά πάνω σε μια ευθεία. Δέσμιοι μιας ανακυκλούμενης διαδρομής που δεν τους πάει πουθενά. Θέλουν να κατεβούν από το πλοίο για την Ιθάκη, γιατί το νοερό ταξίδι τους ζαλίζει και οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες της ψυχής τους δεν επιφυλάσσουν, καμιά ανταμοιβή, παρά νέες φουρτούνες. Φθάνουν στο σημείο να νιώθουν ευγνωμοσύνη για τα ολίγιστα που τους αναλογούν στη νέα πατρίδα. Τα απλήρωτα κενά που χαίνουν μέσα τους κάπως πληρούνται από ζωή λιτή και λίγη, όμως ζωή. Και την ίδια ώρα που οιστρηλατούνται από την οργή τους, κατοπτεύουν τη ζωή μέσα από ένα ιδιόχειρο θα λέγαμε φιλοσοφικό πρίσμα. Γίνονται πιο σοφοί.
Στραγγισμένοι από κάθε απαντοχή. Ναυαγισμένοι σε ένα χείμαρρο πολιτικής ανοησίας. Έμπλεοι οργής και μίσους για τους δυτικομαθημένους, που ποτέ δεν κατάλαβαν την Ανατολή και τις αιώνιες ισορροπίες της.
Όμως η ζωή είναι πολύ μικρή για να την περνά κανείς μονίμως δυστυχισμένος. Η νύχτα πάντα τελειώνει, περνά.
Έμαθαν ότι με τη μοίρα δεν μπορούν να τα βάλουν. Μόνο να την αποδεχτούν. Ακόμα κι αν δεν πιστεύει κάποιος στο ανεξήγητο, το αποδέχεται. Η πραγματική συμφορά είναι η προσωπική και όχι η γενικευμένη. Μπορεί να μην είναι ότι καλύτερο και μεγαλοπρεπές, αλλά δεν είναι νοσηρό.
Τώρα πατούν μια νέα γη, ένα νέο χώμα, ακουμπούν σε νέες πέτρες, βλέπουν μια νέα θάλασσα.
Το χώμα μοιάζει με τις πέτρες, μοιάζει με τη θάλασσα. Δεν είναι ούτε καλά, ούτε κακά. Δεν έχουν ηθική, μνήμη, συνείδηση. Φορούν ένα δέρμα που το λένε μαλακότητα, ή σκληρότητα, ή υγρότητα, να τα προστατεύει. Είναι αγέλαστα, λυπημένα, άφωνα. Ένα κι ένα για να συνταιριάξουν με ψυχές που δεν θέλουν άλλα λόγια.
Εκεί στη Λήμνο, θα διασταυρωθούν δυο διαφορετικοί κόσμοι και θα αναμετρήσουν τις αδυναμίες τους, τους φόβους, τις ιδιαιτερότητές τους.
Η Λημνιακή γη πάντα δεχόταν τον απανταχού φυγάδα, τον ξένο, τον εκασταχού εκάστοτε ερχόμενο, τον έπηλυ, ο οποίος επί ματαίω προσπαθεί να υποκαταστήσει τη μητρική γη με την όχι πολλά υποσχόμενη Χαναάν, αλλά με την ελάχιστα προσφέρουσα φτωχή Λήμνο, κι αυτά ύστερα από κοπιώδη αντιπροσφορά.
Όμως ο πρόσφυγας ανήκει στα άχθη αρούρης και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλει δεν μπορεί να αποσείσει τα μαρτύρια ενός παρόντος, το οποίο κατ’ ουσίαν δε θέλει με κανένα τρόπο να τον περιέχει. Γι’ αυτό γίνεται ο πρόσφυγγας, το κουκούλι, ο ξενομερίτης, κλπ.
Όμως στην κοινωνία των προσφύγων ζωντανεύουν οι παλιές ιστορίες. Παραμύθια θαύματα. Μουσικές. Τραγούδια. Λέξεις που μυρίζουν καρπούζι. Που κόβουν δρόμο μέσα από καλαμιές, αμπέλια και μποστάνια. Που κρυφοκοιτάζουν απ’ τα στενά το πανηγύρι του παρελθόντος. Που ξεφεύγουν σαν άτακτα παιδιά ξαφνικά και πάνε ως το απαγορευμένο μέρος, που κατοικεί η κακιά μάγισσα. Που γυρίζουν πίσω στον προφυλαγμένο χώρο, κατατρομαγμένα.
Τα άδολα χαμόγελα μέσα από την καρδιά τους, η παντελής έλλειψη σοβαροφάνειας και καθωσπρεπισμού, η ακατάβλητα απομυθοποιητική του διάθεση. Οι πρόσφυγες. Αυτοί οι καλοί άνθρωποι.
Αυτοί που έζησαν μαζί μας και δεν τους πολυκαταλάβαμε. Οι πρόσφυγες. Οι φίλοι μας. Οι πρόσφυγες. Εμείς όλοι. Οι πρόσφυγες και απόγονοί τους. Οι οικτρά ηττημένοι από τις ιστορικές συγκυρίες, επιμένουν να αποζητούν μια ετεροχρονισμένη έστω δικαίωση, την οποία δικαιούνται απολύτως.
Σας ευχαριστώ.





Ο Ρεϊσντεριανός και Ατσικιώτης Νεόφυτος Κιουρανάκης, στρατιώτης στη Μικρά Ασία σε αναμνηστική φωτογραφία.












ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ

Θεόδωρος Μπελίτσος

Οι Λημνιοί στη Μικρασία


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σε ένα χρόνο, το 2012, συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την απελευθέρωση του νησιού μας από τους Οθωμανούς αλλά και ενενήντα χρόνια από το 1922, χρονιά που έχει χαρακτηριστεί ως οριστική άλωση, μιας και ξερίζωσε από τη Μικρασία το ελληνικό στοιχείο, το οποίο είχε παρουσία εκεί επί τρεις τουλάχιστον χιλιετίες.
Στις δεκαετίες που έχουν περάσει από τα γεγονότα του 1912 και του 1922 οι γενιές που μεγάλωσαν, εμείς δηλαδή, βιώσαμε μια πραγματικότητα που είχε ως δεδομένο πως το Αιγαίο αποτελεί ένα σύνορο, που χωρίζει την ελληνική από τη μικρασιατική χερσόνησο. Κι όμως, αυτό που θεωρείται ως παγιωμένη κατάσταση είναι μια πραγματικότητα που ισχύει μόνο τα τελευταία εκατό χρόνια. Ίσως είναι δύσκολο να το φανταστούμε αλλά επί τρεις χιλιάδες χρόνια και μέχρι τα χρόνια των παππούδων μας το Αιγαίο ήταν μια θάλασσα που ένωνε τους κατοίκους της ελληνικής και της μικρασιατικής ακτής. Μια πρόχειρη ματιά στο χάρτη θα αποκαλύψει πως τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου είναι στραμμένα προς την ανατολή. Τα λιμάνια τους βλέπουν προς τα εκεί και όχι προς τα δυτικά. Η Μυτιλήνη κοιτά προς Αϊβαλί, η Χίος προς τον Τσεσμέ και τη Σμύρνη, η Σάμος προς την Έφεσο, η Κως προς την Αλικαρνασσό. Η Λήμνος, αν και δεν διέθετε ασφαλές λιμάνι στα ανατολικά της παράλια κοιτά προς τα Δαρδανέλια και την Τροία, με την οποία είχε διαπιστωμένες σχέσεις χιλιετίες πριν, από τα χρόνια της Πολιόχνης.
Μαρτυρίες για επαφές της Λήμνου με τη Μικρασία υπάρχουν και από τη βυζαντινή εποχή. Το 14ο αιώνα ζούσαν στο νησί κάτοικοι με επώνυμα που πρόδιδαν μικρασιατική προέλευση, όπως: ο Θεόδωρος Παφλαγών, όνομα που προδίδει καταγωγή από την περιοχή της Παφλαγονίας της βόρειας Μικρασίας, ο Γεώργιος Καλοπτυάρης ο Κλαζομενίτης, καταγόμενος προφανώς από τις Κλαζομενές, αρχαία πόλη κοντά στη Σμύρνη, ο Δημήτριος Περγαμηνός (από την Πέργαμο), ο Μιχαήλ Τρωαδινός (από την Τροία) είναι μερικά από αυτά. Συνεπώς, αυτές οι σχέσεις είναι παμπάλαιες.
Αυτή την πανάρχαια σχέση των Λημνιών με τις απέναντι μικρασιατικές ακτές που συνεχίστηκε ως το 1922 θα προσπαθήσω να σας περιγράψω, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία. Κυρίως θα αναφερθώ στην παρουσία των Λημνιών στις μικρασιατικές ακτές κατά το 19ο αιώνα, τόσο στη μεγαλούπολη Σμύρνη όσο και στις μικρότερες παραλιακές πόλεις, κυρίως της ΒΔ Μικρασίας: Πέργαμο, Αϊβαλί, Δαρδανέλλια, Φώκαια κλπ.

ΛΗΜΝΙΟΙ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ
Λημνιοί ναυτικοί αναφέρονται στη Σμύρνη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Το 1803 ένα λημνιακό πλοίο με «πολιτισμένο πλήρωμα» ναυλώθηκε στη Σμύρνη από τον περιηγητή Μ. Bartholdy . Ως τα μέσα του 19ου αιώνα στη Σμύρνη είχε δημιουργηθεί λημνιακή παροικία, αρκετά υπολογίσιμη, ώστε το 1863, όταν αποφασίστηκε να ανεγερθεί ο μητροπολιτικός ναός της Αγ. Τριάδας στη Μύρινα, η επιτροπή ανέγερσης απεύθυνε έκκληση για οικονομική βοήθεια και προς τους Λημνιούς της Σμύρνης. Η αρχική σκέψη ήταν για την κατασκευή της Αγ. Τριάδας να αναζητηθεί αρχιτέκτονας από τη Σμύρνη. Συγκεκριμένα, στις 12 Οκτωβρίου 1863 η επιτροπή ανέγερσης ζήτησε από τον Μιχαήλ Χατζή-Χρήστου να συγκεντρώσει εισφορές από τους Λημνίους της Σμύρνης και να αναζητήσει εκεί αρχιτέκτονα. Όμως, ο αρχιτέκτονας που βρέθηκε ζητούσε 150 χρυσές οθ. λίρες για τη σχεδίαση και την επιστασία της ανέγερσης. Το κόστος θεωρήθηκε υπέρογκο και η ιδέα εγκαταλείφθηκε.
Στα 1860 ζούσαν στη Σμύρνη καλώς εγκατεστημένοι ο Κων. Κατσαΐτης, ο Στ. Βουλγαρίτσας και ο Ανδρέας Χατζή-Κατακουζηνού, ο οποίος έστειλε από τη Σμύρνη εκκλησιαστικά βιβλία για το ναό των Καμινίων. Προς το τέλος του 19ου αιώνα αναφέρονται: ο έμπορος μπακιριών Κωνσταντίνος Τσολάκης από τα Καμίνια, ο έμπορος Αθανάσιος Φεργαδιώτης από το Πορτιανού, ο οποίος το 1905 ίδρυσε και συντηρούσε παρθεναγωγείο στο χωριό του, ο Σπύρος Ριταρής από το Μούδρο κ.ά. Άλλωστε στη Σμύρνη έχουμε οικογένειες με το επώνυμο «Λημνιός», που προδίδει λημνιακή προέλευση ή σχέσεις με τη Λήμνο. Επίσης, έχουμε φιλομαθείς νέους που όταν τέλειωναν το τοπικό σχολείο στο νησί στέλνονταν προς εγγραφή στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης με συστάσεις από ανθρώπους της λημνιακής κοινωνίας, κάτι που αποδεικνύει πως υπήρχε ένα δίκτυο επαφών. Πιο γνωστή είναι η περίπτωση του Αργυρίου Μοσχίδη αλλά υπήρξαν και άλλοι, όπως ο Στυλιανός Παπουτσής κλπ.
Οι σχέσεις ήταν αμφίδρομες, δηλαδή έχουμε και Σμυρνιούς που είχαν εγκατασταθεί στο νησί είτε μόνιμα είτε περιστασιακά, γι’ αυτό και συναντάμε στη Λήμνο τα επώνυμα «Σμυρλής» και «Σμυρλόγλου». Π.χ. από το 1879 ως το 1889 πρόεδρος του ποινικού δικαστηρίου Λήμνου διετέλεσε ο Σμυρνιός Χρήστος Δ. Χαμουδόπουλος, ο οποίος αργότερα δημοσίευσε σειρά άρθρων στην εφ. «Αμάλθεια» της Σμύρνης με τις αναμνήσεις του από τις ημέρες που έζησε στο νησί.
Τις στενές σχέσεις της Λήμνου με τη Σμύρνη αποδεικνύουν και άλλα τεκμήρια, όπως οι συχνές επιστολές προς τον αρχιερατικό αντιπρόσωπο Σμύρνης για της ανεύρεση πτυχιούχων διδασκάλων που να επιθυμούν να εργαστούν στη Λήμνο: το 1900, το 1901 και το 1908. Επίσης, στα αρχεία του Παλλημνιακού Σχολικού Ταμείου σώζονται αναλυτικές παραγγελίες βιβλίων και σχολικών ειδών από βιβλιοπωλεία της Σμύρνης καθώς και τιμολόγια αυτών των βιβλιοπωλείων, στα οποία αναφέρονται αναλυτικά ο αριθμός και το είδος των βιβλίων που παραγγέλθηκαν, καθώς και το κόστος. Μάλιστα, προκύπτει πως στα σχολεία της Λήμνου χρησιμοποιούνταν σχεδόν τα ιδία βιβλία με εκείνα των Σχολείων της Σμύρνης. Τα βιβλιοπωλεία της Σμύρνης, με τα οποία συνεργαζόταν η Κεντρική Επιτροπή Εκπαιδευτικών Καταστημάτων Λήμνου ήταν:
α) του Δημητρίου Βρετόπουλου, από το 1900 μέχρι το σχολικό έτος 1902-03,
β) του Λεωνίδα Στυλιανόπουλλου, από το 1902-03 μέχρι το 1910 και
γ) του Δημητρίου Αντώνογλους της Σμύρνης, το 1905.
Μια άλλη πληροφορία από τα αρχεία είναι πως στις 20 Απριλίου 1902 στάλθηκαν από τη Λήμνο 9 οθ. λίρες στο δικηγόρο της Σμύρνης, Ηρακλή Χ. Μποσταντζόγλου, ως αμοιβή διαφόρων δικηγορικών υποθέσεων της κοινότητας. Επίσης, το 1908 όταν γίνονταν διάφορες σκέψεις να ιδρυθεί νοσοκομείο στη Λήμνο, υπήρξε μια πρόταση αντί να σπαταληθούν χρήματα για την ανέγερση νοσοκομείου στο νησί, να δίνεται μια ετήσια επιχορήγηση 1000 φράγκων προς το Γραικικό Νοσοκομείο της Σμύρνης για τη δωρεάν εισαγωγή και νοσηλεία των βαρέως ασθενούντων Λημνίων και να εγκριθεί ένα κονδύλι 20 λιρών για τη δωρεάν μετάβασή τους.
Οι συχνές επαφές με τη Σμύρνη προϋποθέτουν και πως υπήρχε κάποια συγκοινωνιακή σύνδεση Λήμνου - Σμύρνης. Για το θέμα αυτό έχουμε αποσπασματικές πληροφορίες. Φαίνεται πως κατά καιρούς υπήρχε ακτοπλοϊκή σύνδεση αλλά χωρίς να έχει μόνιμο χαρακτήρα. Γνωρίζουμε ότι το 1876 η "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΤΜΟΠΛΟΪΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Σμύρνης", την οποία αντιπροσώπευε ο Λήμνιος μεγιστάνας Ιωάννης Αντωνιάδης, είχε δρομολογήσει τα ατμόπλοια "Πέργαμος" και "Αϊβαλί" στη γραμμή «Σμύρνη - Δεδέ Αγάτς» (σημερινή Αλεξανδρούπολη), τα οποία ενίοτε έκαναν ενδιάμεσο σταθμό και στη Λήμνο. Επίσης, στα μέσα της δεκαετίας 1900-1910 τους θερινούς μήνες αρκετές εταιρείες που είχαν τακτικά δρομολόγια από την Αλεξάνδρεια προς τα παράλια της Μικρασίας, έπιαναν και στη Λήμνο για να εξυπηρετήσουν τους Λημνιούς της Αιγύπτου. Αναφέρω ενδεικτικά:
Α) Η "Ανατολική Ατμοπλοΐα Π. ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ" με τα ατμόπλοια "Αθήναι", "Σπάρτη" και "Βυζάντιον", το 1904 κάθε βδομάδα για Πειραιά, Χίο, Σμύρνη, απ' όπου είχε ανταπόκριση με άλλο πλοίο για Λήμνο.
Β) Η "Ελληνική Ατμοπλοΐα ΦΩΚΑΪΣ" με τα ατμόπλοια "Μaria Regina", "Magda" και "Κλαίρη", από το Μάιο του 1905, για Ρόδο (όπου γινόταν απολύμανση), Λέρο, Χίο, Σμύρνη, Λήμνο, Δαρδανέλλια, Κων/λη, κάθε βδομάδα.
Γ) Η "Ατμοπλοΐα Σκουνάκη και Σία" με το ατμόπλοιο "Salonique", από το Σεπτέμβριο 1906 για Ρόδο, Λέρο, Σμύρνη, Λήμνο, Θεσσαλονίκη, Βόλο, κάθε 15 μέρες.
Δ) Η "Ατμοπλοΐα Πηλίου" τον Απρίλιο του 1912 εγκαινίασε το δρομολόγιο Ρόδος, Λέρος, Χίος, Λήμνος, Σμύρνη, με το ατμόπλοιο "Βασίλισσα Όλγα" 2500 τόνων.
Τέλος, την ύπαρξη ικανού αριθμού Λημνίων στη Σμύρνη αποδεικνύει το γεγονός πως η εφημερίδα «Αμάλθεια» δημοσίευε ανταποκρίσεις από τη Λήμνο (π.χ. το 1905 αναφέρεται σε ένα εργατικό ατύχημα που συνέβη στο λιμάνι του Μούδρου, με αφορμή το οποίο σχολιάζει την έλλειψη ιατρού στο χωριό αυτό). Επίσης, διάφοροι λόγιοι δημοσίευαν άρθρα ιστορικά ή αρχαιολογικά με λημνιακό ενδιαφέρον, με πιο γνωστά αυτά του Αργυρίου Μοσχίδη, για τη σκιά του Άθω και τη Μύρινα, για το ναό του Ηρακλή στην περιοχή Κώμη του Ρωμανού κ.ά.

ΛΗΜΝΙΟΙ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ
Εκτός από την πόλη της Σμύρνης πολυπληθής υπήρξε η παρουσία Λημνιών και σε άλλες πόλεις της Μικρασίας κυρίως στη ΒΔ περιοχή της: σε Πέργαμο, Αϊβαλί, Φώκαια κλπ. Σε αυτά τα μέρη πολλοί Λήμνιοι πήγαιναν να εργαστούν ως οικοδόμοι ή ως εποχιακοί καλλιεργητές στο θέρος και στον τρύγο. Κατά κανόνα δεν εγκαθίσταντο μόνιμα. Πηγαινοέρχονταν κατά εποχές ή κάθονταν λίγα χρόνια, μάζευαν κάποια χρήματα και γύριζαν στο νησί. Γενικά, ως το 1922, η σχέση των Λημνιών με τη Μικρασία ήταν πολύ στενή. Πολλοί Μικρασιάτες είχαν συγγενείς στη Λήμνο και αντιστρόφως πολλοί Λημνιοί είχαν συγγενείς σε μικρασιατικές πόλεις. Το επώνυμο «Λήμνιος» ήταν πολύ συχνό σε πολλές περιοχές της Μικρασίας, όπως: Αϊβαλί, Πέργαμος, Φώκαια, Λάμψακος, Πάνορμος, Αρτάκη της Προποντίδας κ.α.
Οι Λημνιοί πήγαιναν κυρίως στην περιοχή της Περγάμου. Εκεί εργάζονταν ως εποχιακοί εργάτες, το χειμώνα στις οικοδομές και το καλοκαίρι στο θερισμό και στον τρύγο. Δεν πήγαιναν μεμονωμένοι, αλλά οργανωμένοι σε συντεχνίες-μπουλούκια, τους λεγόμενους «μπαρχανάδες». Κάθε μπαρχανάς είχε ένα αφεντικό, το οποίο έκανε τις συμφωνίες για τις διάφορες εργολαβίες και εξασφάλιζε στέγη και τροφή στα μέλη του μπουλουκιού. Πριν από το 1910 αναφέρονται στην Πέργαμο δέκα περίπου μπαρχανάδες από τη Λήμνο: του Κάντζου, του Βιόλατζη, του Λεγουνή, του Νέστορα Γ. Τσολίσου (από τα Λύχνα) και του συγγενή του Κουπελάρη (κοινός), του Γραγρά, του Δρακούλη (μάλλον από τον Κοντιά), του Τιφτιξή και του Στέλλιαρου. Οι ντόπιοι ξεχώριζαν εύκολα τους Λημνιούς εργάτες, διότι φορούσαν "τσερβούλια" αντί για παπούτσια.
Τα περισσότερα σπίτια της Περγάμου έχουν χτιστεί από Λημνιούς μαστόρους καθώς και πολλοί ναοί, όπως ο ναός των Αγίων Θεοδώρων, σε μαρμάρινη πλάκα του οποίου αναγραφόταν: «… ανοικοδομήθη... εν έτει 1870, διά χειρός Γιώργι Λιμναίου». Επίσης, για το ναό Αγ. Γεωργίου της Περγάμου υπήρχε η παράδοση πως χτίστηκε το 1889 ύστερα από όνειρο που είδε ένας Λημνιός από το Ρωμανού, που του υπέδειξε τη θέση που υπήρχε θαμμένη μια παλιά εικόνα του αγίου. Τέλος, έχουμε τη μαρτυρία πως το Νοέμβριο του 1895, σε σεισμό που έγινε στην Πέργαμο, μεταξύ των θυμάτων υπήρξε και «οκταετές κοράσιον εκ Λήμνου, προ ολίγων ημερών αφικόμενον ενταύθα».
Εκτός από εκείνους που δούλευαν εποχιακά και επέστρεφαν στο νησί, υπήρχαν και κάποιοι, οι οποίοι ρίζωναν στον τόπο που εργάζονταν και δημιουργούσαν εκεί οικογένειες. Έτσι, σιγά-σιγά είχαν δημιουργηθεί ολόκληρες λημνιακές παροικίες, ιδίως στο Αϊβαλί και στην Πέργαμο, όπου αναφέρονται πάνω από είκοσι οικογένειες με το επώνυμο «Λήμνιος».
Εκτός από εργάτες, οι Λημνιοί ειδικεύονταν και ως καμηλιέρηδες, οι λεγόμενοι «δεβετζήδες», στα καραβάνια της Ανατολίας, αλλά και ως ειδικοί στα ξεματιάσματα και γενικά σε κάθε είδους μαγείες και ξόρκια. Μάλιστα ο Φώτης Κόντογλου, που ήταν Αϊβαλιώτης, κάνει ειδική αναφορά στις αγητειές που γνώριζαν οι Λημνιοί του Αϊβαλιού.
Οι σχέσεις της Λήμνου με το Αϊβαλί ήταν πολλές. Πριν από το 1880 ακουγόταν στο νησί το επώνυμο "Αϊβαλέρης", ενώ και στο Αϊβαλί υπήρχε το όνομα "Λημνιός". Στις αρχές του 20ού αιώνα ζούσαν στο Αϊβαλί ο Αθανής Κυριαζής, ο Σπύρος Κατακουζηνός, οι αδελφοί Απόστολος και Αλέξανδρος Παλαμούτης, οι οποίοι χάθηκαν με τις φαμελιές τους στην καταστροφή του '22. Επίσης, ο Αργύριος Μοσχίδης διετέλεσε διευθυντής στο Γυμνάσιο της πόλης από το 1901 ως το 1905, στο οποίο είχαν φοιτήσει και Λήμνιοι, όπως ο Νικόλαος Κομνηνός από την Καλλιόπη. Στο Αϊβαλί είχε μάθει την τέχνη ο λιθογλύπτης Κωνσταντής Ατταλιώτης από τη Φισίνη, ο οποίος είχε αντιγράψει σχέδια ναών και σπιτιών σε χαρτί. Στη Λήμνο, όταν έπαιρνε μια εργολαβία, πρώτα σχεδίαζε στο έδαφος με κάρβουνο την κατασκευή, μετά έκοβε την πέτρα, έφτιαχνε χωριστά τα διάφορα κομμάτια και στη συνέχεια τα αρμολογούσε με χυμένο μολύβι. Έτσι έχτισε και σκάλισε πολλά πέτρινα καμπαναριά στα χωριά της ανατολικής Λήμνου, όπως: Αγ. Ιωάννη Φισίνης, Παναγίας Καμινίων, Αγ. Δημητρίου Ρουσσοπουλίου, Αγ. Νικολάου Σκανδάλης, Αγ. Σοφίας, Αγ. Γεωργίου Ρεπανιδίου, στα οποία είχε και την εργολαβία. Εργάστηκε επίσης στην κατασκευή της Ευαγγελίστριας του Μούδρου και του Αγ. Γεωργίου Ατσικής ως συνεργάτης του Φωτιάδη.
Τέλος, γνωρίζουμε κάποιους Λήμνιους που σταδιοδρόμησαν σε πόλεις της Μικρασίας ως ιερωμένοι, δάσκαλοι ή επιστήμονες, όπως:
Ο αρχιερέας Άνθιμος, ευεργέτης των σχολείων της Λήμνου, που υπηρέτησε σε άγνωστη μικρασιατική μητρόπολη στα 1830-1840 περίπου.
Ο Νεκτάριος Μαμώλης, που υπήρξε αρχιδιάκονος στη Χαλκηδόνα πριν από το 1820 και στη συνέχεια έγινε μητροπολίτης Λήμνου (1824-1836).
Ο Νικόδημος Αθ. Κομνηνός, Λήμνιος ο οποίος το 1883 υπηρετούσε ως αρχιμανδρίτης στην Προύσα και αργότερα διετέλεσε μητροπολίτης Βοδενών (1899-1903).
Ο φιλόλογος Αργύριος Μοσχίδης, ο οποίος υπήρξε διευθυντής στην Αναξαγόρειο Σχολή Βουρλών, όπου και δημιούργησε οικογένεια, και αργότερα στο Γυμνάσιο Κυδωνιών.
Ο ιατρός Ν. Κ. Λήμνιος, ο οποίος το 1878 ζούσε στην Αρτάκη Προποντίδας και δημοσίευε άρθρα σε περιοδικό της Κωνσταντινούπολης.
Αντιστρόφως, έχουμε και Μικρασιάτες που έδρασαν στη Λήμνο, μεταξύ των οποίων αρκετούς εκπαιδευτικούς. Μια άγνωστη περίπτωση, την οποία πρόσφατα μελέτησα και έχω ετοιμάσει ένα άρθρο που δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί, υπήρξε ο Βασίλειος Κάνδης, με καταγωγή από την Τένεδο και τα Δαρδανέλλια, ο οποίος δήλωνε Λήμνιος έπειτα από το γάμο του με την Ελπίδα Αθ. Κομνηνού. Υπήρξε εκλεγμένος εκπρόσωπος της Λήμνου στην πρώτη απόπειρα λειτουργίας οθωμανικού κοινοβουλίου επί σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, το 1878. Ήταν αγαπητός στη Λήμνο και οι Λημνιοί το εξέλεξαν ξανά το φθινόπωρο του 1908 στο κοινοβούλιο που δημιουργήθηκε μετά την επανάσταση των Νεότουρκων αλλά ήταν ηλικιωμένος και ασθενής και δεν αποδέχθηκε την εκλογή.
Προ του 1912 στο νησί υπηρέτησαν αρκετοί Μικρασιάτες εκπαιδευτικοί, όπως:
Στην Αστική Σχολή Κάστρου οι: Μενέλαος Ηρακλείδης από τα Δαρδανέλλια, Ιορδάνης Ιορδανίδης από την Προύσα και Αναστάσιος Ιωαννίδης από την Καισάρεια.
Στο Μούδρο η Αιμιλία Γαλανάκη, απόφοιτος του Κεντρικού Παρθεναγωγείου Σμύρνης.
Στο Τσας το 1874 ο Αθανάσιος Καρισακλής και ο Παναγιώτης Κυδωνιεύς, από το Αϊβαλί.
Στον Κορνό οι: Βιργινία Οικονομοπούλου και Μαρία Πανταζώνη, απόφοιτες του Κεντρικού Παρθεναγωγείου Σμύρνης,.
Στο Κοντοπούλι το 1912 ο Πλάτων Ηλιάδης, από τη Σπάρτη της Πισιδίας.
Τέλος, τις επαφές Μικρασίας και Λήμνου, προδίδουν πολλά επώνυμα Λημνίων του 19ου αιώνα, τα οποία προδίδουν είτε μικρασιατική καταγωγή είτε εποχιακή εγκατάσταση Λημνιών σε αυτά τα μέρη:
Αντανασιώτης, από τα Άδανα.
Αταλιώτης, επώνυμο που απέκτησε ο Χρυσάφης Τριανταφύλλου από τη Φισίνη, όταν επέστρεψε από την Αττάλεια που εργαζόταν στα 1860 περίπου.
Καραδαγλής, από το Καρά-Δάγ (Μαύρο όρος) βουνό της Μικρασίας.
Λαμψακιανός, από τη Λάμψακο.
Μαϊτιανός, από τή Μάδυτο.
Μεντεσίδης, από το Mentese, δηλαδή την Καρία της Μικρασίας.
Ναρλιώτης, από το Ναρλί, χωριό του Αϊβαλιού.
Παγιαζίτης, από τό Beyazit, πόλη που βρίσκεται στα τουρκο-ιρανικά σύνορα.
Παντερμαλής, από την Πάνορμο της Προποντίδας.
Σωκιανός, από τα Σώκια Μ. Ασίας.
Ταλιαντζής, από χωριό Ταλιάνι του Αϊβαλιού.
Τσανταρλιώτης και Τσανταρλόπουλος από το Τσανταρλί της περιοχής Περγάμου.
Τσεσμετζής και Τσισμετζής, από τον Τσεσμέ (Κρήνη) της χερσονήσου της Ερυθραίας.
Φωκιανός, από τή Φώκαια της Μικρασίας.

Νομίζω, πως από τις πληροφορίες που παρατέθηκαν προκύπτει ξεκάθαρα πόσο στενές ήταν οι σχέσεις των κατοίκων της Λήμνου με τα μικρασιατικά παράλια ως το 1922. Με την καταστροφή της Σμύρνης και τον ξεριζωμό του ελληνικού στοιχείου από τη Μικρασία οι συνθήκες άλλαξαν δραματικά. Το τετελεσμένο αυτό μετέτρεψε τη Λήμνο, από σταυροδρόμι στις διαδρομές μεταξύ νοτίου-βορείου Αιγαίου και ανατολής-δύσης, σε μεθοριακό σταθμό του ελληνικού κράτους. Μοιραία τα πράγματα πήραν άλλους δρόμους και οι κάτοικοι του νησιού αναζήτησαν άλλους προσανατολισμούς.

Σημειώσεις
Β. Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο», Α.Π.Θ. 1986, σ. 610.
Αν. Καψιδέλης, «Η Λήμνος επί Φραγκοκρατίας - Τουρκοκρατίας και η θρυλική Μαρούλα», 1971, σ. 156.
Θ. Μπελίτσος, «Η ανέγερση του μητροπολιτικού ναού», στο «Ναοί και Εξωκλήσια της Λήμνου», 1999, σ. 89.
Θ. Μπελίτσος, «Τα Καμίνια της Λήμνου», 2004, σ. 286.
Χρ. Χαμουδόπουλος, «Επί των καθ' ημάς» (άρθρα), εφ. Αμάλθεια, φ. 7/3/1905 (μέρος ΙΑ') και 7/4/1905 (μέρος ΙΖ').
Θ. Μπελίτσος, «Τα Σχολεία της Ελληνικής Σμύρνης στις αρχές του 20ου αιώνα», Λόγος και Πράξη, τ. 49 (1992), σ. 41 (και ανάτυπο).
Θ. Μπελίτσος, «Τα κοινοτικά σχολεία της Λήμνου», Σύλλογος Ωφελίμων Βιβλίων, 1997, σσ. 160-163.
Θ. Μπελίτσος, «Αργύριος Μοσχίδης, ο ιστορικός της Λήμνου και η εποχή του», 1996, σ. 61.
Θ. Μπελίτσος, ό.π., σ. 86.
Μαριάνθη Μακρυγιαννοπούλου, «Ιστορικά και λαογραφικά της Περγάμου Μ. Ασίας», Αθήναι 1986, σσ. 132, 135-136.
Γ. Ν. Τσολίσος, «Περγαμηνά», Αθήνα 1984, σ. 30.
Ό.π., σσ. 123-124.
«Οι εν Περγάμω σεισμοί», εφ. «Το Άστυ», φ. 1792 (14/11/1895), σ. 2.
Γ. Ν. Τσολίσος, ό.π., σσ. 232-233, 252, 258.
Φ. Κόντογλου, «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου».
Γ. Σακκάρης, «Περί της διαλέκτου των Κυδωνιών», Μικρασιατικά Χρονικά Γ΄ (1940), σ. 76.
Θ. Μπελίτσος, «Φισίνη» στο «Λήμνος: Ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά», 2010, σ. 272-273.
Θ. Μπελίτσος, «Τα κοινοτικά σχολεία της Λήμνου», ό.π., σσ. 35 και 269.
Θ. Μπελίτσος, «Κατάλογος αρχιερέων Λήμνου», στο «Ναοί και Εξωκλήσια της Λήμνου», 1999, σ. 439.
Β. Κάνδης, «Η Προύσα», 1883, σ. 235.
Θ. Μπελίτσος, «Αργύριος Μοσχίδης…», ό.π., σσ. 17-18 και 21-23.
Ν.Κ. Λήμνιος, ιατρός «Η εξερεύνησις της Αυστραλίας από του 1829 μέχρι του 1875», Σαββατιαία Επιθεώρησις Κων/λης, τ. 30 (1878), σσ. 467-472, του ιδίου, «Θεραπεία της παραφροσύνης δια του ηλιακού φωτός», ό.π., τ. 39 (1878), σσ. 622-623, του ιδίου, «Προβιβαστική στάθμευσις των οργανικών όντων ανά το πρόσωπον της Γης – Κέντρα εμφανείας – Η αρχική του ανθρώπου επαύλισις», ό.π., τ. 40 (1878), σσ. 632-634.
Θ. Μπελίτσος, «Βασίλειος Ι. Κάνδης, λόγιος εκ Τενέδου - Δυο φορές εκλεγμένος στην οθωμανική βουλή (1878 και 1908)», υπό δημοσίευση στο περιοδικό «Ίμβρος».
Θ. Μπελίτσος, «Τα κοινοτικά σχολεία της Λήμνου», ό.π., σκόρπιο υλικό.
Θ. Μπελίτσος, «Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο», 1999, σσ. 164-165


Έλληνες στρατιώτες στη Μικρά Ασία












ΠΟΙΗΜΑ Ιωάννη Ψάρρα
Από την ποιητική συλλογή «γηγενές πυρ»
Φοίβη *


Απαγγέλει: Νίκος Χείλαρης

Νίκος Χείλαρης

Φοίβη: Πιθανόν το αρχαίο όνομα της Κούταλης της Προποντίδος.

Τα παρακάτω στιχάκια είναι από το διωγμό των Κουταλιανών το 1916. Μου τα έδωσε η μάνα μου που τα είχε καμιά εκατοστή σε ένα τετράδιο. Δανείστηκα έξι. Μου είπε ότι τα είχε γράψει μια γιαγιά η Αγλαΐα του Χριστούλια, που έμενε στο σπίτι του Ντόρη.


Το όνειρό μου το πικρό
γράφω και παραστήνω
τον διωγμό της Κούταλης
κειμήλιον αφήνω.

Σ’ αυτήν την ώρα η ζωή
ήτανε πλέον βάρος
τον θάνατο ζητούσαμε
αλλά κουφός ο χάρος.

Είμεθα όλοι πρόσφυγες
φωνάζαμε και λέμε
σώστε μας τούτη τη στιγμή
κι αρχίσαμε να κλαίμε.

Εκεί σταμάταε της ζωής
η θλιβερά οδύνη
μακάρι όποιος πέθαινε
κι αλλιά στον ποιον θα μείνει.

Πολλά πρέπει να σου ειπώ
καιρόν όμως δεν έχω
τη θλίψη της πατρίδος μου
στο στήθος μου κατέχω.

Θεέ μου μη χειρότερα
δοξάζω τ’ όνομά σου
Συ θέλησες και τόκαμες
Συ με το θέλημά σου.






Ρόδον το Αμάραντον*
Από την ποιητική συλλογή «γηγενές πυρ» του Ιωάννη Ψάρρα

Απαγγέλει: Νίκος Χείλαρης

Ρόδον το Αμάραντον ήταν Αγίασμα και ναός στην Κούταλη της Προποντίδος.

Από εδώ πέρασε ο Φροίξος
από δω οι Αργοναύτες
και οι άλλοι για την Τροία.

Προς τα δω ήρταμε κι εμείς
με καΐκια κι εικονίσματα
γιατί πατρίδα δεν είχαμε πια.

Και πιάσαμε το βούτημα
και τα σφουγγάρια.

Σα νάπρεπε εμείς να πληρώσουμε
το παλιό το χρέος
του οπλίτη στον Γολγοθά.

Από δω σαλπέρνουμε σιγά σιγά
και ένας – ένας για τα τσαμάκια.

Και κάθε φορά ρωτάω τη μάνα μου
ποιος έφυγε
και μια μου λέει ο Μηνάς, την άλλη
ο Πλεμάτιας, ο Παπαδών’ς, ο Τάληρας,
ο Νικομπέμπης, η θεια η Ζωίτσα…























ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΤΣΟΤΡΟΥΔΗΣ

ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΙΚΡΑΣΙΑ - ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ


Αριστείδης Τσοτρούδης


Κυρίες, Κύριοι
Θα επικεντρώσω την ομιλία μου στον Εθνικό διχασμό του 1916, διότι κατά τους ιστορικούς ήταν η κύρια αιτία της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Πώς προέκυψε ο διχασμός
Θλιβεροί πρωταγωνιστές ήταν ο βασιλιάς Κων/νος και ο πολιτικός Βενιζέλος. Και οι δύο, ισχυρές προσωπικότητες, πίστευαν πως η πολιτική τους εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Ελλάδος.

Βασιλιάς Κωνσταντίνος


Ελ. Βενιζέλος

Ο Βενιζέλος διορατικός, διπλωμάτης, μεγαλεπίβολος και τολμηρός, θεωρούσε πως η θέση της Ελλάδος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν στο πλευρό της Αντάντ. Και τούτο διότι πίστευε και προσδοκούσε οφέλη από τη νίκη των Συμμάχων, κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών αφ’ ενός και αφ’ ετέρου θεωρούσε τους Άγγλους, Γάλλους και Ρώσους φυσικούς προστάτες της Ελλάδος, αφού ήταν αυτοί που δημιούργησαν το Ελληνικό Κράτος το 1828, μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, το έθεσαν υπό την προστασία τους, το ενίσχυσαν οικονομικώς και έφεραν ως κυβερνήτη τον Καποδίστρια. Τούτο συναποφάσισαν, διότι πίστεψαν πως έφθασε η ώρα να διαλύσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο καθένας για ίδιους σκοπούς. Οι Γάλλοι για να δημιουργήσουν τις αποικίες της Β. Αφρικής και να αυξήσουν το ζωτικό τους χώρο. Οι Βρεττανοί για να κατακτήσουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Μ. Ανατολής, μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση της Ευρώπης, οι δε Ρώσοι να εξασφαλίσουν την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Δαρδανέλλια και το Αιγαίο, για τη μεταφορά του σταριού στις αγορές της Ευρώπης.
Έτσι λοιπόν ο Βενιζέλος πίστευε, με την έναρξη του Α’ Παγκ. Πολέμου, την όσο το δυνατόν ταχύτερη ένταξη στο πλευρό της Αντάντ, ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει στο τραπέζι της νίκης τα κέρδη, που θα μετέβαλαν τη Μικρή Ελλάδα σε Μεγάλη και θα εκπλήρωνε τα μεγαλεπίβολα σχέδιά του, για τη δημιουργία της Ελλάδος των «δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Ο βασιλιάς Κων/νος, άκρως συντηρητικός στη σκέψη, πίστευε πως έπρεπε να τηρηθεί αυστηρά ουδετερότητα, διότι θα συντριβόταν η Ελλάδα στη σύγκρουση των γιγάντων, των μεγαλυτέρων στρατιωτικών δυνάμεων του κόσμου. Αλλά και ένας πρόσθετος λόγος, που πίστευε στην ουδετερότητα, ήταν η προστασία του Ελληνισμού της Μ. Ασίας. Διότι οι Τούρκοι είχαν συμμαχήσει με τους Γερμανούς, άρα εάν η Ελλάδα συνέπραττε με την Αντάντ, η ενέργεια αυτή θα εξέθετε σε άγριες διώξεις τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας.
Ακόμη ο Κων/νος, άκρως συντηρητικός, δεν ήθελε να διακινδυνέψει ό,τι κερδίσαμε στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους. Συνυπολόγιζε όμως και στη συγγένειά του με τον Κάϊζερ, την αδελφή του οποίου Σοφία, είχε ως γυναίκα του. Ο ίδιος δε ήταν επίτιμος στρατάρχης του γερμανικού στρατού.

Πώς επήλθε η σύγκρουση
Στις 28 Ιουνίου 1914, αναρχικοί Σέρβοι φοιτητές δολοφόνησαν στο Σεράγεβο της Βοσνίας το διάδοχο του θρόνου των Αμβούργων, Φερδινάνδο. Οι Αυστριακοί, δηλωμένοι εχθροί των Σέρβων, κηρύσσουν αμέσως τον πόλεμο κατά της Σερβίας. Άμεσα μπαίνει στον πόλεμο η Ρωσία, προστάτιδα δύναμη της χριστιανικής Σερβίας. Ακολουθεί η Γερμανία με το μέρος της Αυστροουγγαρίας και σχηματίζουν τη Συμμαχία των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Ακολουθεί η Βρεττανία και Γαλλία κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, εναντίον των οποίων δημιουργούνται τρία μέτωπα. Το Ανατολικό όπου μάχεται η Ρωσία, το Δυτικό όπου μάχονται οι Αγγλογάλλοι και αργότερα η Αμερική και το Νότιο ή Μακεδονικό, όπου μάχεται η Σερβία κατά των Αυστριακών.
Ο Βενιζέλος ήθελε να ενταχθεί η Ελλάδα άμεσα στο Μακεδονικό Μέτωπο. Ο Κων/νος αντέδρασε με τον ισχυρισμό ότι δεν έπρεπε να προκληθεί η Τουρκία.

Απόβαση Καλλίπολης
Το Νοέμβριο του 1914, προχωρεί η Τουρκία σε συμμαχία με τη Γερμανία. Οι Βρεττανοί αιφνιδιάστηκαν από την αποστασία της πατροπαράδοτης φίλης τους Τουρκίας και στις 25 Απριλίου 1915 ενεργούν την ατυχή απόβαση στη Καλλίπολη, με Βρεττανικά αποικιακά στρατεύματα και με βάση ναυτική και στρατιωτική τη Λήμνο. Σκοπός τους να εμποδίσουν την Τουρκία να συμμαχήσει με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες.

Κόλπος του Μούδρου 1915

Η κατάληψη της Λήμνου από τα Αγγλογαλλικά στρατεύματα έγινε αυθαίρετα το Φεβρουάριο του 1915. Έχουμε καταπάτηση της εδαφικής μας ακεραιότητας, χωρίς να διαμαρτυρηθεί η κυβέρνηση των Αθηνών. Αυτή η αλαζονική και αποικιακή συμπεριφορά, από τους Βρεττανούς κυρίως, κράτησε μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης το 1923, όπου τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου εντάχτηκαν στην Ελληνική επικράτεια. Σ’ όλη δε τη διάρκεια του Α’ Παγκ. Πολέμου, η Λήμνος με τη Ναυτική βάση του Μούδρου – έδρα των Βρεττανικών αποικιακών στρατευμάτων- στήριξε το Μακεδονικό Μέτωπο σε πολεμικό υλικό και σε ανθρώπινο δυναμικό.
Ένα μήνα πριν γίνει η απόβαση στη Καλλίπολη, ο Βενιζέλος επιμένει να εντάξει τις Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, στις Βρεττανικές. Ο Κων/νος πάλι αντιδρά και ο Βενιζέλος παραιτείται.
Στις 15 Ιουνίου 1915 γίνονται εκλογές και το Κόμμα των Φιλελευθέρων τις κερδίζει με μεγάλη πλειοψηφία.

Ήττα των Βρεττανών στη Καλλίπολη
Μετά την ατυχή απόβαση στη Καλλίπολη, τα Βρεττανικά στρατεύματα επιστρέφουν στη Λήμνο. Η Λήμνος καθίσταται ένα απέραντο στρατόπεδο με 120.000 άνδρες των Βρεττανικών αποικιακών στρατευμάτων και μερικές εκατοντάδες Αγγλογαλλικά πολεμικά πλοία, στον υπερπλήρη Κόλπο του Μούδρου.
Αύγουστος 1915, ο Βενιζέλος επιτρέπει στα Αγγλογαλλικά στρατεύματα να προωθηθούν επί ελληνικού εδάφους στη Θεσ/νίκη, να αναπτυχθούν στη Μακεδονία για μελλοντική δράση στα Βαλκάνια, υπό τη διοίκηση του Γάλλου στρατηγού Σαράϊγ. Έχουμε με πρωτοβουλία του Βενιζέλου καταπάτηση της εδαφικής ακεραιότητας, χωρίς να αντιδράσει ο Κων/νος.

Ο Βενιζέλος και ο Γάλλος Στρατηγός Σαράϊγ.


Ο Βενιζέλος υποβάλλει εκ νέου αίτημα συμμετοχής της Ελλάδος στην Αντάντ. Ο Κων/νος αντιδρά και ο Βενιζέλος παραιτείται Οκτώβριος του 1915. Κατεβαίνει στα Χανιά, διατηρεί όμως επαφή με τον στρατηγό Σαράϊγ και Βενιζελικούς αξιωματικούς στη Θεσ/νίκη στους οποίους στηρίζεται για την ανάκτηση της εξουσίας, τον εκθρονισμό του Κων/νου και την εκπλήρωση των σχεδίων του της Μεγάλης Ιδέας. Στην Αθήνα σχηματίζεται κυβέρνηση φιλοβασιλική υπό του Αλ. Ζαΐμη.

Το Κίνημα Εθνικής Αμύνης
Ιανουάριος 1916. Ο Σερβικός στρατός καταδιώκεται από τους Αυστριακούς, αποδεκατίζεται και τα υπολείμματά του διεκπεραιώνονται στην Κέρκυρα. Από εκεί οι Γάλλοι αναλαμβάνουν να τους μεταφέρουν στη Θεσ/νίκη να τους ανασυντάξουν και να τους επαναφέρουν στο Μέτωπο.
Ο Κων/νος αντιδρά άμεσα, διαμαρτύρεται θεωρώντας την ενέργεια αυτή των Γάλλων παραβίαση της εθνικής μας κυριαρχίας και αντιδρώντας στη παντοδυναμία των Αγγλογάλλων στη Μακεδονία, παραχωρεί στις 16 Μαΐου 1916 το οχυρό Ρούπελ, απ’ το οποίο ελέγχεται ολόκληρος η Ανατολική Μακεδονία, στους Βουλγάρους, συμμάχους των Γερμανών.
Στο λάθος του Βενιζέλου να προσκολληθεί στους Γάλλους, καταλύοντας κάθε έννοια εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, προκειμένου να ανακτήσει την εξουσία, διαπράττει στη συνέχεια ο ίδιος ο Κων/νος το ολίσθημα, να παραχωρήσει την Ανατολική Μακεδονία, ένα μέρος της Ελληνικής επικράτειας, στους Βουλγάρους.
Εν τω μεταξύ οι Βενιζελικοί αξιωματικοί συγκροτούν το «Κίνημα Εθνικής Αμύνης» στη Θεσ/νίκη και με την υποστήριξη του στρατηγού Σαράϊγ επικρατούν στις 17 Αυγούστου 1916. Ο Βενιζέλος στις 12 Σεπτεμβρίου στα Χανιά, με τον Στρατηγό Δαγκλή και το Ναύαρχο Κουντουριώτη, κηρύσσουν κίνημα κατά της κυβέρνησης των Αθηνών.

Κουντουριώτης- Βενιζέλος- Δαγκλής


Στις 26 Σεπτεμβρίου μεταβαίνει η τριανδρία στη Θεσ/νίκη και εγκαθίστανται, υπό την προστασία των Αγγλογάλλων, ως προσωρινή κυβέρνηση. Συγκροτούν άμεσα το στρατό του «Κινήματος Εθνικής Αμύνης» με 3 Μεραρχίες, των Κρητών, των Σερρών και του Αρχιπελάγους, με οικονομική και στρατιωτική στήριξη από το Στρατηγό Σαράϊγ.

Η αιχμαλωσία του Δ΄ Σωμ. Στρατού
Οι Βούλγαροι τώρα, Αύγουστος 1916, με το οχυρό Ρούπελ στη κατοχή τους και την συγκατάθεση της κυβέρνησης των Αθηνών, με μεγάλη δύναμη βαδίζουν προς Νότο, καταλαμβάνουν τις πόλεις Σέρρες, Δράμα και πολιορκούν την Καβάλα.
Στο Μπράβι (Ελευθερούπολη) έξω από τη Καβάλα εδρεύει το Δ΄ Σώμα Στρατού. Είναι φιλοβασιλικό Σώμα με διοικητή τον Συν/ρχη Χατζόπουλο.

Αξιωματικοί του Δ΄ Σ.Σ.

Απαρτίζεται από 6.500 στρατιώτες και 550 αξιωματικούς. Στον αριθμό των στρατιωτών είναι και 350 Λήμνιοι. Το Σώμα «αιχμαλωτίζεται», μεταφέρεται οδικώς στη Δράμα και από κει με 3 αποστολές στις 2, 12 και 13 Σεπτεμβρίου, μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς με τον οπλισμό του στο Γκέρλιτς της Γερμανίας, όπου παρέμειναν μέχρι λήξεως του Α΄ Παγκ. Πολέμου.

Η εκθρόνιση του Κων/νου
Στο μεταξύ αυξανόταν διαρκώς η πίεση από τους Αγγλογάλλους στη βασιλική κυβέρνηση να παραιτηθεί, ενώ παρείχαν στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη στην Προσωρινή Κυβέρνηση της Εθνικής Αμύνης.

Ο αγγλογαλλικός στόλος στη Σαλαμίνα απ’ όπου βομβάρδισε την Αθήνα

Το Δεκέμβριο του 1916 αποβιβάζουν στρατεύματα στο Φάληρο, πολιορκούν την Αθήνα και αποκλείουν την Αττική μπλοκάροντας τη σιδηροδρομική γραμμή προς Βορρά και τη Διώρυγα της Κορίνθου από Νότο. Γίνεται, πολυήμερη και πολύνεκρη εκατέρωθεν, μάχη στην Αθήνα και τον Ιούνιο του 1917 ο Κων/νος εγκαταλείπει την Ελλάδα, αφήνοντας διάδοχό του τον δευτερότοκο γιό του Αλέξανδρο.

Κυβέρνηση Βενιζέλου
Ο Βενιζέλος έρχεται στην Αθήνα ως πρωθυπουργός μιας βαθιάς διχασμένης Ελλάδας. Για εκλογές ούτε λόγος, επανέφερε τη Βουλή του Ιουνίου 1915, τη Βουλή των Λαζάρων όπως ονομάστηκε, γιατί αναστήθηκε εκ νεκρών και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης.
Ακολούθησαν κατά των Βασιλικών εξορίες, διώξεις, απολύσεις κατά κύματα αξιωματικών του στρατού, δημοσίων υπαλλήλων και κυρίως δασκάλων. Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός καθημερινά στην Πλατεία Κλαυθμώνος, εξού και η ονομασία της. Ο Βενιζέλος διενεργεί άμεσα επιστράτευση στην Παλιά Ελλάδα. Άρνηση και λιποταξία 60%. Από τις 9 Μεραρχίες που υπολογίζεται να συγκεντρώσουν, με την επιστράτευση συγκροτούν 4, οι οποίες προωθούνται άμεσα, μαζί με το Στρατό της Εθνικής Αμύνης στο Μακεδονικό Μέτωπο. Την αρχιστρατηγεία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων έχει ο Στργός Εμμ. Ζυμβρακάκης.

Η Μάχη του Σκρά
Στη Μεραρχία Αρχιπελάγους ανήκει το τάγμα Λήμνου, υπό τον Ταγμρχη Παπαγιάννη Βασίλειο, ανηψιός του Στρατηγού Δαγκλή. Στις 17 Μαΐου 1918, η Μεραρχία Αρχιπελάγους σε κεντρική διάταξη, συνεπικουρούμενη από τις Μεραρχίες Κρητών και Σερρών θα δώσει νικηφόρα την πολύνεκρη Μάχη του Σκρά.

Ο ταγματάρχης Παπαγιάννης Βασίλειος


Στη πρώτη γραμμή ήταν το Τάγμα Λήμνου. Η μάχη κράτησε μια ημέρα με εκατόμβη αίματος για τη Λήμνο. Η Μεραρχία είχε 476 νεκρούς, εκ των οποίων οι 60 Λήμνιοι, μαζί με το διοικητή τάγματος, Ταγματάρχη Παπαγιάννη. Τον Σεπτέμβριο ακολούθησε η νικηφόρα μάχη της Δοϊράνης, όπου οι Βούλγαροι υπέστησαν συντριπτική ήττα. Αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν άνευ όρων.

Το μνημείο για τους πεσόντες στο Σκρα (Ατσική Λήμνου)


Το τέλος του Α΄ Παγκ. Πολέμου
Εν τω μεταξύ ο Α΄ Παγκ. Πόλεμος έβαινε προς το τέλος του, με την ήττα των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Πρέπει να πω πως η Ρωσία είχε αποχωρήσει από τη Συμμαχία το Φεβρουάριο του 1917, μετά την εξέγερση των μπολσεβίκων του Λένιν στην Αγία Πετρούπολη. Στις 31-10-1918 υπεγράφη η άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας.

Η ανακωχή του Μούδρου
Η Τουρκία ταπεινωμένη σύρεται στην υπογραφή άνευ όρων της «ανακωχής του Μούδρου». Υπεγράφη την 30η Οκτωβρίου 1918, επάνω σε πλοίο, στο Κόλπο του Μούδρου και προέβλεπε:
• Διάλυση του στρατού και παράδοση του στρατιωτικού υλικού.
• Διάλυση του ναυτικού και παράδοση των πλοίων.
• Εκχώρηση στην Αντάντ του τηλεπικοινωνιακού και σιδηροδρομικού δικτύου.
• Ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Στενά
• Διακοπή κάθε σχέσεως με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες.

Η εκπαιδευτική Μοίρα Μούδρου την ημέρα της ανακωχής 30-10-1918

Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων
Στις 31-10-1918 έληξε ο Α΄ Παγκ. Πόλεμος, με ταπεινωτικούς και εξουθενωτικούς όρους για τη Γερμανία. Ο Βενιζέλος με το επιτελείο του μεταβαίνει στο Παρίσι όπου θα συνέλθει η Συνδιάσκεψη Ειρήνης και θα γίνει η μοιρασιά των λαφύρων.

Η απόβαση της Κριμαίας
Στο τραπέζι της Νίκης συσκέπτονται οι τρεις Μεγάλοι Klemenceau, Lloyd Goerge και Wilson. Αποφασίζουν την αποστολή αποβατικής δύναμης στη Κριμαία κατά των μπολσεβίκων, για την αποκατάσταση του Τσάρου Νικολάου του Β. Στην αποβατική δύναμη, Μάρτιος του 1919, συμμετέχει και η Ελλάδα με 2 μεραρχίες.
Η εκστρατεία αποτυγχάνει, η τεράστια δύναμη κρούσης ηττάται από τους μπολσεβίκους του Τρότσκι και Λένιν. Τεράστιες οι απώλειες. Οι ελληνικές Μεραρχίες αποχωρούν με 641 νεκρούς. Στην απόβαση της Κριμαίας συμμετείχαν και πολλοί Λήμνιοι στρατιώτες, χωρίς καμιά απώλεια.

Μικρασιατική Εκστρατεία
Τον Απρίλιο του 1919, δυο γεγονότα απετέλεσαν το έναυσμα για την αποστολή αποβατικής στρατιωτικής δύναμης στην περιοχή της Σμύρνης.
Ο Μουσταφά Κεμάλ εκμεταλλευόμενος τον εθνικισμό των Τούρκων, εξαιτίας της ταπεινωτικής «ανακωχής του Μούδρου», συγκεντρώνει εθνικιστές από ολόκληρο τη Μ. Ασία και στα ΒΑ της Τουρκίας οργανώνεται για την ανασυγκρότηση και αποκατάσταση του Τουρκικού Κράτους.
Το δεύτερο γεγονός λαμβάνει χώρα από τους Ιταλούς, οι οποίοι αποβίβασαν στρατό στην Αττάλεια και κινούνταν προς την περιοχή της Σμύρνης.

1ος Λόχος Λήμνου – Β Διμοιρία

Οι Μεγάλοι έδωσαν εντολή στον Βενιζέλο να κινηθεί άμεσα και να καταλάβει τη Σμύρνη με τα περίχωρά της. Έτσι την 15η Μαΐου 1919, η 1η Ελλ. Μεραρχία υπό τον Συν/ρχη Ζαφειρίου κατέλαβε τη Σμύρνη, μέσα σε μια φρενίτιδα ενθουσιασμού του Ελληνισμού της Σμύρνης.
Οι Μεγάλοι ώρισαν ως ύπατο αρμοστή τον διάσημο δικηγόρο Αριστείδη Στεργιάδη, για την αυστηρή πειθαρχία και την ισότιμη μεταχείρηση Ελλήνων και Τούρκων.

Η Συνθήκη των Σεβρών
Ο ελληνικός στρατός, παρά τις εντολές των Μεγάλων, σχηματίζει τη Στρατιά της Μικράς Ασίας υπό τον Στργό Παρασκευόπουλο και προχωρεί προς το εσωτερικό της Τουρκίας απελευθερώνοντας όλες τις πόλεις και χωριά με ελληνικό πληθυσμό.
Παράλληλα σχηματίζεται η Στρατιά Θράκης, η οποία προχωρεί και απελευθερώνει τη Δυτική και Ανατολική Θράκη μέχρι τα περίχωρα της Πόλης. Ο Βενιζέλος δίνει μάχη στα διπλωματικά έδρανα των Παρισίων και τον Αύγουστο του 1920 επιτυγχάνει μεγάλη διπλωματική νίκη, υπογράφοντας με τους Μεγάλους τη «Συνθήκη των Σεβρών». Σύμφωνα με αυτήν και με ειρηνικό διακανονισμό με την Τουρκία, παραχωρούνται στην Ελλάδα:
• Δυτική και Ανατολική Θράκη μέχρι τα περίχωρα της Πόλης.
• Η Σμύρνη με τα περίχωρά της, αφού προηγηθεί δημοψήφισμα υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών.
• Τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου.
Ο Βενιζέλος παρακινήθηκε από τη διεκδίκηση της Β. Ηπείρου και της Δωδεκανήσου.
Η Συνθήκη δεν επικυρώθηκε ποτέ από το Τουρκικό Κοινοβούλιο. Ο Βενιζέλος, ενθουσιώδεις πολιτικός, βλέποντας να πραγματοποιούνται τα όνειρά του με την Συνθήκη των Σεβρών, μίλησε με πάθος ότι έφθασε η ώρα της δημιουργίας της Ελλάδος των «Δύο Ηπείρων και των πέντε Θαλασσών».

7ος Λόχος του Τάγματος Λήμνου

Οι εκλογές του 1920
Προκηρύσσει εκλογές για τη 1η Νοεμβρίου 1920. Προεκλογική του σημαία η Συνθήκη των Σεβρών. Οι αντίπαλοί του βασιλικοί, έχουν προεκλογικό σύνθημα την παύση της Μικρασιατικής Εκστρατείας και την επιστροφή των στρατιωτών στα σπίτια τους, μετά από 8 χρόνια συνεχών πολέμων. Το σύνθημα έπιασε στις λαϊκές μάζες.
Ένα ατυχές γεγονός για το Κόμμα των Φιλελευθέρων, ήταν ο θάνατος του βασιλιά Αλέξανδρου από δάγκωμα πιθήκου στο Τατόϊ, που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των βασιλικών, αναζωπυρώνοντας το πολιτειακό ζήτημα.
Το βασιλικό κόμμα, υπό τους Γούναρη, Πρωτοπαπαδάκη, Στράτο, Ράλλη, Θεοτόκη κλπ, θέτει προεκλογικό σύνθημα την άμεση επαναφορά του Κων/νου στο θρόνο, την παύση του πολέμου και τον περιορισμό της Ελλάδος στα σύνορα που είχε πριν τη Μικρασιατική Εκστρατεία.

Η ήττα του Βενιζέλου
Το κόμμα των Φιλελευθέρων νικήθηκε κατά κράτος. Ο Βενιζέλος δεν βγήκε ούτε βουλευτής και ταπεινωμένος αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι.
Η ήττα του δεν αποτέλεσε έκπληξη. Αντανακλούσε την κούραση του στρατού, που εμάχετο επί 8 συνεχή χρόνια. Επίσης την ταπείνωση και τη δυσαρέσκεια – με ανοχή του Βενιζέλου – που ένιωσε ο Ελληνικός λαός, από την απροκάλυπτη ανάμειξη των Γάλλων και των Βρεττανών στα εσωτερικά της χώρας. Ακόμη την εκδικητική και αυθαίρετη συμπεριφορά των Βενιζελικών κατά των αντιπάλων τους, στη διακυβέρνηση από 1917 – 1920.

Βασιλική κυβέρνηση
Η νέα κυβέρνηση υπό τον Δημ. Γούναρη, επαναφέρει άμεσα τον Κων/νο και αποφασίζουν παρά τις προεκλογικές τους υποσχέσεις, την συνέχιση της εκστρατείας προς την Άγκυρα. Εν τω μεταξύ οι Σύμμαχοι μας εγκαταλείπουν. Οι Άγγλοι δηλώνουν ουδέτεροι. Οι Γάλλοι αποχωρούν και συμπράττουν με τον Μουσταφά Κεμάλ, τον οποίο ενισχύουν στρατιωτικώς και οικονομικώς. Το ίδιο και οι Ιταλοί συμπράττουν με τον Κεμάλ. Επίσης από πολύ πιο πριν ο Λένιν.
Έτσι ο Κεμάλ επιδίδεται στην οργάνωση ενός πανίσχυρου στρατού στα ΒΑ της Τουρκίας από 200.000 άνδρες. Στον Ελληνικό Στρατό αποστρατεύονται εμπειροπόλεμοι Βενιζελικοί αξιωματικοί. Φεύγει ο Στργός Παρασκευόπουλος, και τοποθετείται ο Στργός Παπούλας. Λίγο αργότερα αντικαταστάθηκε και αυτός από τον Στργό Χατζηανέστη. Ο στρατός διχάζεται. Δεν υπάρχει στρατιωτικός εξοπλισμός, ούτε οικονομική βοήθεια από το εξωτερικό. Η Ελλάδα κηρύσσει πτώχευση και ο πρωθυπουργός Πρωτοπαπαδάκης υποτιμά τη δραχμή 50%.

Η Μάχη του Σαγγαρίου
Υπ’ αυτές τις συνθήκες η Στρατιά Μικράς Ασίας δίνει τη μάχη του Σαγγαρίου, καλοκαίρι του 1921. Πακτωλός αίματος, 23.000 οι νεκροί, όταν σε ολόκληρη τη Μικρασιατική Εκστρατεία ήταν 37.000.
Ο Σαγγάριος απετέλεσε τον Γολγοθά με λουτρό αίματος για τη Λήμνο. Όταν από τους 623 νεκρούς της Λήμνου, από το 1912 μέχρι τη λήξη του εμφυλίου, οι 350 έπεσαν στο Σαγγάριο και στην οπισθοχώρηση, … αντιλαμβάνεσθε πως η Λήμνος βάφτηκε στο αίμα των παιδιών της, που μέχρι σήμερα οι ψυχές τους παραμένουν αλύτρωτες, σε άγνωστους τάφους.


Μικρασιατική Καταστροφή
Ο Μουσταφά Κεμάλ αφού οργανώθηκε εξαπέλυσε την επίθεσή του στις 13 Αυγούστου 1922. Ο ελληνικός στρατός αιφνιδιάστηκε. Οπισθοχώρησε και ακολούθησε άτακτος φυγή προς τα παράλια. Ο στρατός συμπαρέσυρε στη φυγή του και τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας.
Καιόμενη Σμύρνη

Οι Τούρκοι μπαίνουν στη Σμύρνη στις 27 Αυγούστου. Πυρπολούν, καίνε, καταστρέφουν, βιάζουν, σκοτώνουν και αιχμαλωτίζουν τον άρρενα ενεργό πληθυσμό. Μόνο στη Σμύρνη 30.000 οι νεκροί στον άμαχο πληθυσμό.

Πρόσφυγες Ρεϊζντερέ

Έτσι μια ιστορία 3.000 ετών του Ελληνισμού της Μ. Ασίας, έσβησε στις στάχτες της Σμύρνης. Αιτία κατά τους ιστορικούς ο Εθνικός Διχασμός.
Βεβαίως ο Ελληνικός λαός, ως μεγάλος κριτής, έστειλε τους πρωταίτιους του Εθνικού Διχασμού στην εξορία. Πλην όμως η ζημιά είχε συντελεστεί…
Σας ευχαριστώ πολύ












Απαγγελία Ελένη Μισετζή

Η Ελένη Μισετζή

Νίκου Λάζαρη: «Μαριάνθη Μπαλαμπάνη»


Είκοσι χρόνια πεθαμένη την είδα στη θέση
που ήταν το πηγάδι του παλιού σπιτιού.
«Πρέπει ν’ ασπρίσω έρχεται Πάσχα» μου είπε.
Κοίταξα πάνω από τον ώμο της στο αντικρυνό οικόπεδο
εκεί που το πρωί χαλούσαν
τον κόσμο τα παιδιά: ένα παλιό στρώμα,
σακούλες πλαστικές, μια σπασμένη λεκάνη
κουτιά κόκα κόλα, σκουπίδια.

Εδώ ήταν το σπίτι της κυράς Ευθυμίας,
εδώ ζούσε με την αδελφή της τη Μαρίνα
τη γεροντοκόρη, εδώ ερχόταν κάθε μέρα
ή Μαριάνθη Μπαλαμπάνη το χρόνο –μια ζωή – ξεγελώντας
με τεχνάσματα,
τα πράγματα τρυφερά αιχμαλωτίζοντας
στα γαλανά της μάτια,
σα νάθελε να μην τα αποχωριστεί ποτέ.

Όταν η νύχτα έπεφτε, τις έβλεπα
και τις τρεις τριγύρω απ’ το μαγκάλι
- μοίρες καλές - να ζωντανεύουν ίσκιους
από το παρελθόν και να μιλούν για τόπους
μιας πατρίδας που δε γνώρισα:
Σερίκιοϊ, Σεβδίκιοϊ, Σμύρνη, Μαινεμένη.

Μαριάνθη Μπαλαμπάνη, κυρά Ευθυμία, Μαρίνα,
ελάτε στο μικρό σπίτι να συνεχίσετε
την κουβέντα που αφήσατε στη μέση
κι ανάψτε πάλι το μαγκάλι σας τώρα
που το χιόνι έχει σκεπάσει τις ψυχές
και κανένα ρούχο, κανένα φως, καμιά φωτιά
τεχνητή δε φαίνεται ικανή να μας ζεστάνει.













ΜΑΡΙΑ ΒΑΓΙΑΚΟΥ

Μαρία Βαγιάκου

Ποιος χορεύει, ποιος σαλτά…


Αγαπημένοι μου φίλοι
Για άλλη μια φορά ευχαριστώ τον εκλεκτό μας Σταύρο, που μου έδωσε την ευκαιρία να πω σήμερα δυο λόγια για αξέχαστα πρόσωπα από τη Μικρά Ασία. Ευχαριστώ κι εσάς που έχετε την καλοσύνη να με ακούσετε.
«Ποιος χορεύει, ποιος σαλτά,
ποιος φορά κοντά βρακιά
η Μαριώ π’ τα κατουρά!»

Αυτή ήταν η δική μου περίπτωση. Το πρόσωπο όμως που «λέρωνε τα βρακιά του», άλλαζε κάθε φορά, ανάλογα με το μωρό που ταχτάριζε στα δυνατά της χέρια η Βενέτα Καρασταμάτη.
Μικρασιάτισσα από το Ρεΐς Ντερέ, συγκέντρωνε όλα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, που κατατρεγμένοι έφτασαν και στη Λήμνο: Καλόκαρδη, ευγενική, πανέξυπνη, εργατική, δυναμική…Ήρθε ξένη στον τόπο μας και έγινε Ατσικιώτισσα. Θα μπορούσε να είναι μια «Λωξάντρα» αν την είχε γνωρίσει η Μαρία Ιορδανίδου, μια μάνα στα «Ματωμένα χώματα», αν την είχε γνωρίσει η Διδώ Σωτηρίου, μια ηρωίδα του Ηλία Βενέζη, ή του Κοσμά Πολίτη. Τη γνωρίσαμε όμως μόνο εμείς οι μικροί και ανώνυμοι, γι’ αυτό ας είναι τούτες οι λίγες γραμμές ένα μνημόσυνο για την ίδια και για όλους τους άλλους Μικρασιάτες που ρίζωσαν στον τόπο μας.
Η Βενέτα, μάλλον κοντούλα, γεροδεμένη όμως και αεικίνητη. Δούλευε και μιλούσε. Αχ, τι αφήκαμε πίσω! Έλεγε με βαθύ αναστεναγμό. Ωστόσο δεν έμενε πολλή ώρα στα περασμένα και τραγικά. Προτιμούσε το παρόν, που ήταν γεμάτο έγνοιες για την οικογένειά της, για την κόρη της Ελευθερία, «που βρήκε όλα τα καλά με το γάμο της και πάχυνε πολύ», για την κόρη της τη Μαρίκα, που πήγε στην «Αυστράλια», για το Κικιώ και το Νίκο της, που «τι θα κάμουν, κι αυτά θα φύγουν». Η Βενέτα ήταν μια μάνα όπως όλες τις άλλες μάνες, Μικρασιάτισσες και μη. Και ενώ εκείνη μιλούσε πολύ, ο Αντώνης της, ο άντρας της, μόνο δούλευε. Στην ξεκούρασή του έπινε ήσυχος – ήσυχος το κρασάκι του, γελούσε με τα αστεία που του έλεγαν οι άλλοι και κάπου – κάπου έλεγε κάτι κι αυτός.
Η Βενέτα όταν τελείωνε τη δουλειά της έπαιρνε τον «ταβά», ένα στρογγυλό μπακιρένιο ταψί, το στήριζε στα γόνατά της και χτυπούσε ρυθμικά με τα δάχτυλά της σκοπούς του τόπου που άφησε. Στον ίδιο ταβά ήταν πιθανό να είχε καθαρίσει λίγα λεπτά πριν και σιτάρι για κόλλυβα, αλλά τι πείραζε; Όλα δεν τα ευλόγησε ο Θεός σ’ αυτή τη ζωή; Και τη χαρά και τη λύπη. Η Βενέτα έπαιζε τον ταβά και τραγουδούσε. «Στο ’πα και στο ξαναλέω, στο γιαλό μην κατεβείς…». Την αγάπη της για τη μουσική και το τραγούδι κληρονόμησαν όλα της τα παιδιά, λίγο παραπάνω ίσως το Κικιώ. Απόγευμα ή μάλλον βραδάκι, την ώρα που τα κορίτσια της Ατσικής γύριζαν κατακουρασμένα από την ολοήμερη δουλειά τους στα μπαμπάκια, εμείς καταλαβαίναμε την επιστροφή τους, πριν τις δούμε να ξεπροβάλλουν παρέες – παρέες από τη γέφυρα, γιατί ακούγαμε το τραγούδι της Κικής: «Σήκω χόρεψε κουκλί μου, να σε δω να σε χαρώ, τσιφτετέλι τούρκικο…». Αντιλαλούσε ο κάμπος, η γέφυρα, το χωριό από το τραγούδι της Κικής και τα γέλια των κοριτσιών. Πού ήταν η κούρασή τους;
Η Βενέτα θυμόταν τα παλιά, αναστέναζε, αλλά δεν έκλαιγε. Ο θρήνος για την προσφυγιά ανήκε στον μπατζανάκη της, τον άντρα της αδελφής του Αντώνη, το Νικόλα Κακμή. Αυτός, καλοκάγαθος άνθρωπος, μόλις έπινε ένα δυο ποτηράκια γύριζε τα μάτια σε μια λαϊκή αφίσα του Πλαστήρα, που κρεμόταν στο μαγαζί μας, μαζί με εκείνες τις γνωστές, «ο πωλών τοις μετρητοίς…» και «η σκάλα της ζωής του ανθρώπου», έβγαζε ένα βαθύ πικρό αναστεναγμό και έλεγε «Αχ βρε Νικόλα, αχ Πλαστήρα..» και τα μάτια του έτρεχαν βρύση. Τι θρηνούσε άραγε; Θυμόταν αυτά που άφησαν πίσω; Τα βάσανά τους; Ευγνωμονούσε τον Πλαστήρα που κράτησε οργανωμένο το στρατό στην υποχώρηση και τους έσωσε; Ίσως όλα αυτά μαζί με τη συγκίνησή του, που κι ο Πλαστήρας ήταν Νικόλας όπως κι ο ίδιος.
Η Βενέτα πάντως δεν έκλαιγε. Μιλούσε, έπαιζε τον ταβά, τραγουδούσε και κάπου - κάπου σηκωνόταν και χόρευε λίγο. Τις εντυπώσεις όμως στο χορό έκλεβαν δυο άλλοι Μικρασιάτες. Ο Παναγιώτης Αλιμανάρης και η γυναίκα του η Στέλλα, το πραγματικό τους επώνυμο ήταν Ελευθεράκη. Στα πανηγύρια περιμέναμε πώς και πώς να σηκωθούν να χορέψουν. Κι αυτοί, ξέροντας τις ικανότητές τους, αφού χόρευαν το συρτό και τον κεχαγιάδικο μαζί με όλους τους άλλους, στο τέλος έμεναν οι δυο τους στην πλατεία και χόρευαν έναν ωραιότατο μπάλο, ήρεμο, αρχοντικό, γεμάτο ερωτικά μηνύματα και θαλασσινούς κυματισμούς, έναν μπάλο Μικρασιάτικο; Νησιώτικο; Λημνιό; Ποιος ενδιαφερόταν πια; Οι Μικρασιάτες είχαν γίνει Λημνιοί.
Έτσι συμμετείχαν σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής. Πήρανε από τους ντόπιους και έδωσαν πολλά. «Από τους Μικρασιάτες μάθαμε τον ασβέστη και την πάστρα», έλεγε η μητέρα μου. «Ο Ψαλτάκης θα μας κλαδέψει το αμπέλι αύριο, είναι ο καλύτερος, Μικρασιάτης βλέπεις», έλεγε ο πατέρας μου. Μικρασιάτης ήταν και ο καρδιακός του φίλος, ο Μήτσος, ή Δημήτρης Τσουβελεκάκης, που «ήξερε γράμματα» και έγινε έτσι ο γραμματέας της Κοινότητας. «Κουκούλια μαθές» έλεγαν καμιά φορά οι ντόπιοι, εκφράζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη ζήλεια και το θαυμασμό τους για τις ιδιαίτερες ικανότητες των προσφύγων. Άνθρωποι με καλαισθησία και μεράκι. Όταν είδαμε ένα καλοκαίρι – τα τελευταία χρόνια – το χωράφι δίπλα στο σπίτι μας φυτεμένο με λαχανικά σε απόλυτα συμμετρικά παρτέρια και ανάμεσά τους σε άψογες σειρές τους μυρωδάτους βασιλικούς και τους χρωματιστούς κατιφέδες, είπαμε αμέσως «Μικρασιάτης το καλλιεργεί». Και πράγματι ήταν ο καλός μας γείτονας, ο Γιώργος Καπελάνος, Μικρασιάτης κι αυτός.
Αλλά Μικρασιάτες ήταν κι αυτοί που έσωσαν τη ζωή του αδερφού μου. Ήταν δυόμισυ – τριών χρόνων όταν παίζοντας έπεσε στο πηγάδι που βρίσκεται στο σπίτι που ζουν ο Ζαφείρης και η Φρόσω Κριαρή. Τις σπαραχτικές φωνές της θείας μας της Βαγγέλας, «βοήθεια, το παιδί», την ώρα που η κόρη της, Ελένη (Οικονόμου) κατέβαινε ήδη στο πηγάδι, άκουσαν από την πλατεία και έτρεξαν αμέσως, λεβέντες, οι Γιαννάδες. «Βάστα Ελένη το παιδί, ερχόμαστε», της φώναξαν, και κατέβηκαν και τους έβγαλαν και τους δυο. Ο αδελφός μου, στην ταραγμένη του ζωή, θυμόταν πάντα και την Ελένη και τους «Γιαννάδες», έτσι όλους μαζί, όνομα συνώνυμο της λεβεντιάς και της προσφοράς.
Ποιος χορεύει ποιος σαλτά…Θυμάσαι Μαριώ; Έτσι με υποδεχόταν κάθε φορά η Βενέτα όλα τα χρόνια. Έτσι με «σύστηνε» και στις γειτόνισσές της. «Αυτήν εγώ τη χόρευα στα γόνατά μου». Θυμάσαι; Μα δε με άφηνε να ξεχάσω, μέχρι τις τελευταίες μας συναντήσεις, κοντά στα πενήντα τότε εγώ, κοντά στα ενενήντα η ίδια, το καλωσόρισμα κάθε καλοκαίρι ήταν το ίδιο: «Ποιος χορεύει, ποιος σαλτά, ποιος φορά κοντά βρακιά…» Θυμάσαι; Η ίδια είχε διατηρήσει την εκπληκτική μνήμη της. Και τι δε θυμόταν! Το σπίτι τους στο Ρεΐς Ντερέ, τις δυσκολίες της ζωής, τα γεγονότα που σημάδεψαν τον ύποπτο ρόλο του αρμοστή Στεργιάδη, το ρόλο του αρχιστράτηγου Χατζηανέστη, το ρόλο του βασιλιά…Όταν μια φορά της είπα, «αχ να τα μάθαιναν έτσι ωραία και οι μαθητές…», με αποστόμωσε με τη φράση της: «Μα εμείς κόρη μου τα ζήσαμε!».
Η Βενέτα έμαθε στα δύσκολα χρόνια να κερδίζει τη ζωή της οικογένειάς της εξοικονομώντας από όπου μπορούσε. Γι’ αυτό, το καλοκαίρι του 1996, όταν συναντηθήκαμε, μου είπε: «Είχα ένα σωρό αυγά, τα πήγα στο μαγαζί, αλλά δεν τα πήρανε, γιατί έχουνε, λέει, Τσέρνομπιλ. Τι να τα κάνω τόσα αυγά; Τα έκανα κι εγώ φλομάρια και θα τα φάμε μια χαρά το χειμώνα με τον Αντώνη».
Όπως απέδειξε η συνέχεια, έκανε πολύ καλά η Βενέτα που δεν πέταξε τα αυγουλάκια, αφού το Τσέρνομπιλ δεν την εμπόδισε να ζήσει υγιής 93 χρόνια και να φύγει ήσυχα – ήσυχα, χωρίς ταλαιπωρία, ένα μεσημέρι, αφού έφαγε το φαγάκι που της πήγε η Μαρίκα, ξάπλωσε στον καναπέ της κουζίνας της να κοιμηθεί λίγο και δεν ξύπνησε. Η Βενέτα του αγώνα και της χαράς, των δυσκολιών και των τραγουδιών, η Βενέτα η μερακλού, η Μικρασιάτισσα, πήγε ήσυχη πια να συναντήσει τον ήσυχο Αντώνη της.
Και τι δεν θα δίναμε σήμερα, αγαπημένοι μου φίλοι, όλοι εμείς που νιώθουμε ότι μεγαλώσαμε, και γιατί βέβαια πέρασαν τα χρόνια, αλλά κυρίως γιατί βλέπουμε να μακραίνει ο κατάλογος των δικών μας προσώπων που δεν είναι πια κοντά μας, και τι δε θα δίναμε, λέω, να ακούσουμε έστω και για λίγο μια αγαπημένη φωνή να μας υποδέχεται από κάποια γωνιά τραγουδώντας: «Ποιος χορεύει, ποιος σαλτά, ποιος φορά κοντά βρακιά…»
Σας ευχαριστώ πολύ.

Ο Νικόλαος Πλαστήρας











Γιώργου Σεφέρη «Μυθιστόρημα»

ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ

Απαγγελία: Νίκος Χείλαρης

Καὶ ψυχὴ
εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτὴν
εἰς ψυχὴν
αὐτὴ βλεπτέον:
τὸν ξένο καὶ τὸν ἐχθρὸ τὸν εἴδαμε στὸν καθρέφτη.

Ἤτανε καλὰ παιδιὰ οἱ σύντροφοι, δὲ φωνάζαν
οὔτε ἀπὸ τὸν κάματο οὔτε ἀπὸ τὴ δίψα οὔτε ἀπὸ τὴν παγωνιά,
εἴχανε τὸ φέρσιμο τῶν δέντρων καὶ τῶν κυμάτων
ποὺ δέχουνται τὸν ἄνεμο καὶ τὴ βροχὴ
δέχουνται τὴ νύχτα καὶ τὸν ἥλιο
χωρὶς ν᾿ ἀλλάζουν μέσα στὴν ἀλλαγή.
Ἤτανε καλὰ παιδιά, μέρες ὁλόκληρες
ἵδρωναν στὸ κουπὶ μὲ χαμηλωμένα μάτια
ἀνασαίνοντας μὲ ρυθμὸ
καὶ τὸ αἷμα τοὺς κοκκίνιζε ἕνα δέρμα ὑποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, μὲ χαμηλωμένα μάτια
ὅταν περάσαμε τὸ ἐρημόνησο μὲ τὶς ἀραποσυκιὲς
κατὰ τὴ δύση, πέρα ἀπὸ τὸν κάβο τῶν σκύλων
ποὺ γαβγίζουν.
Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτήν, ἔλεγαν
εἰς ψυχὴν βλεπτέον, ἔλεγαν
καὶ τὰ κουπιὰ χτυποῦσαν τὸ χρυσάφι τοῦ πελάγου
μέσα στὸ ἡλιόγερμα.
Περάσαμε κάβους πολλοὺς πολλὰ νησιὰ τὴ θάλασσα
ποὺ φέρνει τὴν ἄλλη θάλασσα, γλάρους καὶ φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναῖκες κάποτε μὲ ὀλολυγμοὺς
κλαίγανε τὰ χαμένα τους παιδιὰ
κι ἄλλες ἀγριεμένες γύρευαν τὸ Μεγαλέξαντρο
καὶ δόξες βυθισμένες στὰ βάθη τῆς Ἀσίας.
Ἀράξαμε σ᾿ ἀκρογιαλιὲς γεμάτες ἀρώματα νυχτερινὰ
μὲ κελαηδίσματα πουλιῶν, νερὰ ποὺ ἀφήνανε στὰ χέρια
τὴ μνήμη μιᾶς μεγάλης εὐτυχίας.
Μὰ δὲν τελειῶναν τὰ ταξίδια.
Οἱ ψυχές τους ἔγιναν ἕνα με τὰ κουπιὰ καὶ τοὺς σκαρμοὺς
μὲ τὸ σοβαρὸ πρόσωπο τῆς πλώρης
μὲ τ᾿ αὐλάκι τοῦ τιμονιοῦ
μὲ τὸ νερὸ ποὺ ἔσπαζε τὴ μορφή τους.
Οἱ σύντροφοι τέλειωσαν μὲ τὴ σειρά,
μὲ χαμηλωμένα μάτια. Τὰ κουπιά τους
δείχνουν τὸ μέρος ποὺ κοιμοῦνται στ᾿ ἀκρογιάλι.
Κανεὶς δὲν τοὺς θυμᾶται. Δικαιοσύνη.











ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΜΟΥΡΗΣ

Γιώργος Τσιμουρής

Από το Ρεΐς Ντερέ της Μικράς Ασίας, στα Λέρα της Λήμνου. Μουσικές μνήμες της προσφυγιάς


Εγώ είμαι προσφυγας ξεριζωμένος
και με Σμυρνέϊκα παλιά τραγουδισμένος(1)

Ηγλεντούσαμε εμείς. Δε μοιρολογούσαμε. Δε γλεντούσαμε μόνο στούς γάμους ή στσι γιορτές. Κάθε βράδυ γλεντι γινούντανε. Προ πάντων τα σπίτια που είχανε άντρες γλεντούσανε συνέχεια. Παίρνανε ένα μπουκάλι ούζο, κάνανε ένα μεζέ, κι άρχιζε το γλέντι. Στο κέφι μας διαφέραμε σα τη νύχτα με τη μέρα από τσι ντόπιοι. Εδώ για να γλεντήσουνε έπρεπε κάτι να συμβεί. Για να κερδίσουνε τσ’ εκλογές, για να βγεί, να κερδίσει ο βουλευτής ο δικός τους. Δηλαδή όλο το γλέντι τους ξεκινούσε απ’ τη χαρά που νοιώθανε πως χάσανε οι άλλοι... Η πιο μεγάλη τους ευχαρίστηση ήτανε να πασαλείβουνε σκατά τσι πόρτες των χαμένων... (2)

Η Μικρασιάτικη λαϊκή κληρονομιά θεωρείται πολύ αξιόλογη σε πανελλήνια κλίμακα τόσο απ’ τους ίδιους τους Μικρασιάτες διαφορετικών γενιών όσο κι απ’ τούς ‘ντόπιους’(3) . Στο κέντρο αυτών των πρακτικών της λαϊκής κουλτούρας είναι το τραγούδι και ο χορός. Τόσο αυτοί που έχουν Μικρασιάτικη καταγωγή όσο και οι μελετητές της λαϊκής παράδοσής τους υποστηρίζουν ότι ο σύγχρονος Ελληνικός λαϊκός πολιτισμός επηρεάστηκε σημαντικά μετά απ’ το 1922, πράγμα που θεωρείται αποτέλεσμα της δικής τους συμβολής (Δαμιανάκος 1976, Πετρόπουλος 1968). Ενώ σε εθνικό πλαίσιο δεν υπάρχουν σημαντικά επιχειρήματα για το αντίθετο αυτή η πλευρά της ελληνικής λαϊκής κουλτούρας παραγνωρίστηκε αυτάρεσκα και καταπιέστηκε όχι μόνο απ’ τα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα αλλά κι απ’ τις αριστερές ήγεμονίες. Παρά τις έντονες συγκρούσεις τους σε άλλα ζητήματα δεν υπήρξε αρκετός χώρος στις κοινές τους απόψεις όσον αφορά την ‘εθνική καθαρότητα’ για να στεγάσει την Ανατολίτικη λαϊκή κουλτούρα ‘μιασμένη’ λόγω της σχέσης της και της επαφής της με την Τούρκικη. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που το ρεμπέτικο τραγούδι ξανα-ανακαλύφθηκε πολλές φορές, μια απ’ τις οποίες ήταν η δεκαετία του 80 στα πλαίσια, κυρίως, το φοιτητικού κινήματος. Ενας από τους λόγους της ‘ανακάλυψης’ αυτής ήταν η συμβολή του στο κίνημα διαμαρτυρίας και η αντίθεση στη σιωπή και στην απώθηση των τραγουδιών αυτών από τα επίσημα κανάλια επικοινωνίας πράγμα που ισχύει και γι’ άλλες λαϊκές πρακτικές όπως είναι οι ανατολίτικοι χοροί και ο ‘Καραγκιόζης’ (Ιωάννου1971; Herzfeld 1987; Cowan 1993).
Τόσο στο παρελθόν όσο και κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας στον ‘Άγιο Δημήτριο’, ένα ‘Μικρασιάτικο’ χωριό της Λήμνου, που αποτελεί και το ιδιαίτερο αντικείμενο αυτού του άρθρου, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω πόσο συχνές αλλά και οικείες εκφράσεις της κοινωνικής ζωής αποτελούν οι πρακτικές του συμποσιασμού όπως το τραγούδι. Κατά ειρωνική σύμπτωση τα τραγούδια αυτά και οι χοροί απ' τους οποίους συχνά συνοδεύονται - ζεϊμπέκικος, τσιφτετέλι - αποτελούν έκφραση των πιο καταπιεσμένων, αλλά ταυτόχρονα και των πιο οικείων εκδηλώσεων της κοινωνικής ζωής ιδιαίτερα ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο το ελαστικό αναλυτικό σχήμα της ‘αυτοπαρουσίασης’ και της ‘αυτογνωσίας’ (Herzfeld ο.π. 123-151) κάνει δυνατή τη κατανόηση της αμφίσημης μεταχείρισης των πρακτικών αυτών.
Λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι στην περίπτωση του ‘Αγίου Δημητρίου’ οι πρακτικές αυτές αποτελούν οικείες εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής και, ταυτόχρονα, διαγνωστικά χαρακτηριστικά της Μικρασιάτικης ταυτότητας ενεργοποιούνται όχι μόνο ως στοιχεία ‘αυτογνωσίας’, αλλά και ως μέσα ‘δημόσιας αυτο-παρουσίασης’ των ‘Ρεϊστεριανών’ (4) προσφύγων. Από το άλλο μέρος όμως, το γεγονός οτι οι πρόσφυγες στο πλαίσιο της Λήμνου θεωρήθηκαν συχνά από τους ‘ντοπιους’ ‘ο εξωτικός άλλος’ εξ’ αιτίας και αυτών των εκδηλώσεων κάνει κατανοητή την ένταση ανάμεσα στην ‘αυτοπαρουσίαση’ και την ‘αυτογνωσία’ που το σχήμα της ‘αμφισημίας’ υπαινίσεται. Η δική μου η προσπάθεια έγκειται στη διερεύνηση των εκδηλώσεων αυτών και των ερμηνειών τους σε τοπικό επίπεδο λαμβάνοντας όμως υπ’ όψη ορισμένες παραλλήλους εθνικής κλίμακας.
Το τραγούδι, ως ‘αναδυόμενη’ πρακτική της καθημερινής ζωής έχει επιτελεστικό και όχι απλά αναφορικό χαρακτήρα, πράγμα το οποίο προδιαγράφει ότι τα όρια της προσέγγισής του είναι πολύ ευρύτερα από το αναφορικό του μήνυμα. Η επιτέλεση (performance) με αυτή την έννοια αποτελεί συστατικό στοιχείο της επικοινωνίας και όπως πειστικά έχει υποστηρίξει ο Fabian “η εμπειρία (παρά η επικοινωνία της ομιλίας) τα σύμβολα και η ερμηνεία (παρά το κείμενο, το επικοινωνιακό συμβάν και οι κανόνες) αποτελούν τις λέξεις κλειδιά του ‘λόγου’ της ” (Fabian 1990, Δες επίσης Turner 1986). Η επιτέλεση λοιπόν γίνεται αντιληπτή ως δημιουργική πράξη, εκφραση του συλλογικού habitus (ενσωματωμένων συνηθειών δια μέσω των οποίων το παρελθόν παρουσιάζεται)(5) , μήνυμα καθ’ εαυτό και όχι μέσο για κάποιο σκοπό ή απλή επανάληψη του ήδη γνωστού. Με τα λόγια του Turner ‘ποίηση μάλλον παρά μίμηση, δημιουργία και όχι κίβδηλη απομίμηση’(6) . Η ποιητική επιτέλεση - παρουσίαση του παρελθόντος μέσω του τραγουδιού αποτελεί την εστία των ενδιαφερόντων μου και όχι απλά οι αισθητικοί κανόνες της δράσης. Η ποιητική όμως, μας θυμίζει ο Herzfeld, η οποία “δεν έχασε ποτέ την Αριστοτελική της σχέση με τη δραματική εμπειρία ... δεν φαίνεται να έχει παίξει σημαντικό ρόλο στις μεταφορικές επεκτάσεις του δράματος στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων και της επιτέλεσής τους” (Herzfeld 1985:10). Ως εκ τούτου ένα παλιό Μικρασιάτικο τραγούδι που συγκινεί βαθιά τους ‘πρόσφυγες’ και τους ωθεί να ταυτισθούν με μια ευρύτερη κοινωνική ομάδα καταγωγής, ένας ‘Ρεϊσντεριανός’ χορός που φέρει τον απόηχο της ‘πατρίδας’, ένα λακωνικό δύστιχο ή ένα παρατσούκλι που απευθύνεται στούς ανταγωνιστικούς Λημνιούς, μια ‘δουλειά’ φερμένη από την ‘πατρίδα’ η οποία γίνεται γρήγορα και με γούστο, η ενεργοποίηση ενός ρητού ή μιας παροιμίας σε ένα καινούργιο πλαίσιο υπολαμβάνοντας έτσι ευρύτερη σημασία, η επανα-χρήση τοπωνυμίων και ονομάτων ως πράξη ανά-μνησης δεν είναι παρά ορισμένες απ’ τις πρακτικές της ποιητικής επιτέλεσης της ταυτότητας στις οποίες αναγκαστικά εμπλέκεται το παρελθόν. Στη συνέχεια θα αναφερθώ στο τραγούδι μόνο, το οποίο υποστηρίζω ότι αποτελεί μια από τις πιο οικείες εκφράσεις της ‘προς τα έσω’ αλλά και ‘προς τα έξω κατευθυνόμενης’ (Herzfeld 1986,20) Μικρασιάτικης ταυτότητας. Ως τέτοιες οι σχετικές εκδηλώσεις δεν φαίνεται να βρίσκονται σε αρμονία με τους τρόπους που οι Ρεϊσντεριανοί τοποθετούν ‘εαυτούς’ σε άλλα πλαίσια και ιδιαίτερα με αυτό που ο Herzfeld χαρακτήρισε ‘προς τα έξω’ κατευθυνόμενου πολιτικού πρότυπου ελληνικότητας (ο.π.).
Το λαϊκό δίστιχο που χρησιμοποίησα ως προμετωπίδα σ’ αυτό το κείμενο, γνωστό σε εθνική κλίμακα, αλλά και οικείο ανάμεσα στους κατοίκους του ‘Αγίου Δημητρίου’, αποδίδει με λακωνικότητα τη σημασία του τραγουδιού για την ταυτότητα των Μικρασιατών. Τα γλωσσολογικά χαρακτηριστικά αυτού του στίχου όπως είναι το συντακτικό και η γραμματική παρέχουν ένα απ’ τους κώδικες της σημασίας του, και ενώ η γραμματική δεν αποτελεί επαρκή συνθήκη για τη διερεύνηση μιας έκφρασης ο ρόλος της δεν μπορεί να αγνοηθεί (Rumsey 1990). Μετασχηματισμοί του συντακτικού και της γραμματικής δεν έχουν αναφορική σημασία μόνο, αλλά είναι δυνατό να αλλάξουν ολοκληρωτικά το νόημα των εκφράσεων στις οποίες επέρχονται, δοθέντος ότι αποτελούν συστατικό μέρος τους. Εχοντας υπ’ όψη όλα αυτά το επιχείρημά μου είναι ότι η χρήση μιας μετοχής [ξεριζωμένος-τραγουδισμένος ] στην κατάληξη και των δυο στίχων αποδίδει και στις δυο εμπειρίες μια διαρκή χρονικότητα. Επιπλέον καθιστά και τις δυο καταστάσεις ομόλογες. Σέ ένα μετα-αναφορικό επικοινωνιακό επίπεδο οι δυο διαρκείς αλλά αταίριαστες εμπειρίες αναδεικνύονται σε χαρακτηριστικά κοινής ταυτότητας.
Κατά συνέπεια και οι δυο αυτές εμπειρίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ‘κληρονομημένα’ χαρακτηριστικά της προσφυγικής κατάστασης. Στο στίχο αυτό μπορεί να δει κανείς πως δια μέσου του ίδιου του τραγουδιού τονίζεται η σημασία των τραγουδιών για τους ξεριζωμένους πρόσφυγες “εστιάζοντας στο μήνυμα για κατ’ αποκλειστικότητα [for its own sake]” (Jakobson, 1963:356) και ταυτίζοντας, μ’ αυτό τον τρόπο, το μέσο με το μήνυμα.
Κεντρικό μου επιχείρημα αποτελεί η άποψη ότι τα τραγούδια τα οποία αποτελούνται από άλλες φόρμουλες απομνημόνευσης τέτοιες όπως ευχές, κατάρες, παροιμίες κ.ο.κ. αποτελούν μέρος των βασικών πηγών επικοινωνίας της ομάδας και, και κατά συνέπεια, σημαντική έκφραση της συλλογικής μνήμης. Δια μέσου του προφορικού αυτού υλικού, το οποίο υπόκειται σε απο-μνημόνευση και επανάληψη, οι σημαίνουσες συλλογικές εμπειρίες ανα-παρίστανται, ανα-βιώνονται και διευρύνονται. Πριν να προχωρήσω στην αξιολόγηση του υλικού αυτού ως μέσου συλλογικής μνήμης αξίζει να παρουσιάσω ένα ακόμα ‘προφορικό θραύσμα’ συλλογικής αυτοσυνείδησης, το μύθο δημιουργίας του Ρεϊσντερε, του χωριού απ’ το οποίο οι σημερινοί κάτοικοι του ‘Αγίου Δημητρίου’ ή οι πρόγονοί τους εκδιώχθηκαν βίαια:
Οι παππούδες μας ήταν αιχμάλωτοι πολέμου επειδή επαναστάτησαν κατά του Σουλτάνου, και φυλακισμένους σε ένα πλοίο τσι πήγαιναν στη ‘Πολη’ για εκτέλεση... έτσι λοιπόν απελπισμένοι όπως ήταν που θα πέθαιναν άρχισαν το τραγούδι. Ο καπετάνιος του καραβιού που ήταν μερακλής συγκινήθηκε τόσο πολύ απ’ το λυπητερό τους τραγούδι που λυπήθηκε να παραδώσει αυτά τα παληκάρια στο Σουλτάνο και να χαθούν άδικα. Καταλαβαίνεις ... ήταν και ο ίδιος παλληκάρι, έτσι λοιπόν τσι απελευθέρωσε και είπε στο Σουλτάνο ότι απεδρασαν ... έτσι λοιπόν οι πρόγονοί μας κατέφυγαν σ’ αυτό το ρέμα που ονόμαζονταν Ρεϊσντερε ... ‘ντερές’ στα Τούρκικα πάει να πεί ποτάμι ... εγκαταστάθηκαν εκεί ανάμεσα στους λόφους για να μη τσι βλέπουν οι Τούρκοι και εκεί εζησαν.
Δυό κυρίως στοιχεία αυτού του α-χρονικού μύθου καταγωγής αξίζει να τονιστούν: πρώτον, ότι το τραγούδι δεν αποτελεί μόνο πρακτική διασκέδασης, αλλά πρακτική επιβίωσης που συνδέεται με τη σύσταση της κοινότητας (7) . Δεύτερον, το τραγούδι είναι αποτέλεσμα απόγνωσης και λειτουργεί ως πράξη παρηγοριάς. Επιπλέον, αυτός ο μύθος αποτελεί μια μετα-επικοινωνιακή πρακτική, αφού μια μορφή προφορικής επικοινωνίας (ο μύθος) ‘σχολιάζει’ μια άλλη κεντρική μορφή προφορικής επικοινωνίας όπως είναι το τραγούδι. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ότι ‘αφηγείται’ το τραγούδι, ο μύθος, οι παροιμίες συνυπάρχει αρμονικά μ’ αυτό που ‘αφηγείται’ η καθημερινή ομιλία. Ο διάλογος ανάμεσα στις καθημερινές μορφές λόγου και σε αυτές που υπόκεινται σε επανάληψη, όπως είναι το τραγούδι, είναι συστατικό της επιτελεστικής (performative) δύναμης του τελευταίου. Οι τραγουδοποιοί στον ‘Αγιο Δημήτριο’ δεν αντλούν τα σύμβολα, τις μεταφορές και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν από κάποιο αφηρημένο συμβολικό σύστημα, ούτε από διαμερισματοποιημένα πεδία της κοινωνικής ζωής, αλλά από το κοινό παρελθόν πλήρες σε δραματικές εμπειρίες. Αυτό το κοινό παρελθόν έχει να κάνει με όλα τα ‘σκληρά’ γεγονότα στα οποία η συλλογική μνήμη διαρκώς επιστρέφει. Με τα τραγούδια τους ‘επιστρέφουν’ στο ‘χωριό’(8) καθώς επίσης και στις γύρω τοποθεσίες της Μικράς Ασίας,
Ρεϊσντερε κι Αλάτσατα και Κατω Παναϊα
έρημα απομείνατε μεσ’ τη Μικρά Ασία

θυμούνται τα βάσανα του διωγμού,
Αναθεμάσε βρε Κεμάλ καρδιές πούχεις ραϊσει
το χώμα της Ανατολής τό έχεις κοκκινήσει

καθώς και τη τραγική εμπειρία της μαζικής εξόντωσης κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας
Στή Σμύρνη μας μετρήσανε χιλιάδες δεκαπέντε
στη Μαγνησιά (9) σα φτάσαμε μείναμε μόνο πέντε
στη Μαγνησιά μες στα βουνά μες τσι άγριες χαράδρες
σφάξανε Ελληνόπουλα εξηνταδυό χιλιάδες
Επιπλέον, με τα τραγούδια τους αφηγούνται την αρχή μιας καινούργιας αρχής στη Λήμνο και τη σχέση, όχι πάντα φιλική, με το ντόπιο πληθυσμό του νησιού. Ακόμη, συνέθεσαν τραγούδια που αναφέρονται στους πρόσφυγες της Κύπρου, που όπως υποστηρίζουν, υπέφεραν απ’ τους Τούρκους:
Αγιε μου Γιώργη αρχηγέ στ’ άλογο καβαλάρη
πούσαι ζωσμένος το σπαθί και το χρυσό κοντάρι
εσύ να πας στη Κύπρο μας να την ελευθερώσεις
και ένα μάθημ καλό μες στη Τουρκιά να δώσεις

Ο ήχος, η μουσική και το τραγούδι αποτελούν κεντρικά στοιχεία στον Αγιο Δημήτρη και οι πρακτικές συμποσιασμού βρέθηκαν και εδώ όπως και αλλού στο επίκεντρο της προσφυγικής αλληλεγγύης (Danforth 1989, Herzfeld 1991:65). Το τραγούδι στις διάφορες μορφές του φαίνεται να αποτελεί ένα είδος ‘συναισθηματικής αγωγής’ για τους Μικρασιάτες όλων των ηλικιών του χωριού αυτού, αφού συνδέεται με όλα τα περάσματα της κοινωνικής ζωής: περιλαμβάνει νανουρίσματα, τραγούδια του γάμου και τα μοιρολόγια. Ετσι, ηθικές αξίες και κοινωνικά ‘πιστεύω’ αναπαρίστανται και δια-δραματίζονται μέσω του τραγουδιού.
Δεδομένου ότι η φωνητική ιδιαίτερα μουσική αποτελεί μια ‘αναδυόμενη’, συνηθισμένη έκφραση της καθημερινότητας κάνει ταυτόχρονα αδύνατο κάθε σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στο ‘καθημερινό’ και το ‘τελετουργικό’ (ritual). Το άρθρο αυτό είναι αποτέλεσμα παρατήρησης σε ένα καθημερινό κυρίως πλαίσιο, αφορά δηλαδή εκδηλώσεις που δεν είχαν προγραμματιστεί ή σχεδιαστεί, αλλά συνέβηκαν στη πορεία της καθημερινής ζωής. Τέλος, ορισμένα στοιχεία που εστιάζουν στην αφηγηματική διάσταση του τραγουδιού είναι αποτέλεσμα εθνογραφικής παρέμβασης και αφορούν κυρίως την πρώτη γενιά προσφύγων δεδόμενου ότι ο ρόλος της γενιάς αυτής είναι αποφασιστικός στη σφυρηλάτιση της Μικρασιάτικης ταυτότητας.
Οι άνθρωποι για τους οποίους αναφέρομαι δε δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στα μουσικά είδη, ταξινομήσεις και ορισμούς αυτού του είδους. Αντίθετα ενδιαφέρονται πολύ για την ‘κοινότητα’ και το κέφι που επιτυγχάνονται δια μέσου των οικείων αυτών τραγουδιών και των πρακτικών συμποσιασμού απ’ τις οποίες, κατά κανόνα συνοδεύονται. Οι μουσικές αυτές επιτελέσεις, οι οποίες ενσωματώνουν ταυτόχρονα σύνθεση και εκτέλεση, κινούνται σ’ ένα πολύ ευρύτερο πεδίο από αυτό της διασκέδασης, και επειδή επιτελούν ταυτόχρονα πολλές κοινωνικές λειτουργίες συνιστούν πολυσημική κοινωνική δράση.
Ενας δόκιμος τρόπος ταξινόμησης των τραγουδιών αυτών θα ήταν εκείνος που θα έπαιρνε υπ’ όψη του το πλαίσιο της επιτέλεσής τους: νανουρίσματα, νυφιάτικα, μοιρολόγια, της τάβλας. Και πάλι όμως τα πλαίσια αυτά δεν αποτελούν διαχωρισμένους τομείς κοινωνικής δραστηριότητας, αλλά μάλλον, συγκοινωνούντα δοχεία. Για παράδειγμα ο αμανές, το προεξέχον αυτό μουσικό είδος που πήρε το όνομά του απ’ το επιφώνημα αμάν - λέξη ευρείας καθημερινής χρήσης τόσο στην Ελληνική όσο και στη Τούρκικη γλώσσα - και κινείται στους ‘δρόμους’ της Βυζαντινής μουσικής παράδοσης, φαίνεται να διατρέχει όλα τα παραπάνω μουσικά είδη. Μια προσεκτική ματιά στις λέξεις κλειδιά και στα σύμβολα τα οποία ενεργοποιούνται σ’ αυτά τα τραγούδια με ώθησε να προσεγγίσω τις λέξεις ως το πρωταρχικό υλικό ανάλυσης μου και όχι τους στίχους ή ολόκληρα τραγούδια: οι λέξεις αυτές ‘ταξιδεύουν’ χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία απ’ το ένα είδος στο άλλο.

Σήμερα, πάνω από εβδομήντα χρόνια μετά τη βίαια εκτόπιση απ’ τις εστίες τους όχι μόνο οι γέροι, αλλά ακόμα και οι νεότεροι ανάμεσά τους αναγνωρίζουν ορισμένα τραγούδια και σκοπούς ως δικά τους. Αυτά τα τραγούδια αποτελούν μέρος της ευρύτερης Μικρασιάτικης κληρονομιάς ή είναι έργα ‘χωριανών’ τραγουδουποιών ή τέλος συνδυάζουν και τα δυο. Αυτή ακριβώς η μουσική κληρονομιά φέροντας τον απόηχο ‘της πατρίδας’ ενεργοποιεί παράλληλα με το κέφι αισθήματα κοινότητας και ταυτότητας. ‘Τα δικά μας τραγούδια’, ‘τα Μικρασιάτικα τραγούδια’, σε κάποιες περιπτώσεις ‘τα Ρεϊσντεριανά τραγούδια’, απ’ τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής, ‘οι δικοί μας χαβάδες’, αναφερόμενοι στο σκοπό του τραγουδιού, είναι κάποιες απ’ τις εκφράσεις που χρησιμοποιούν για να τα ορίσουν. Δεδομένου όμως ότι η αυθεντικότητά τους ανάγεται στο παρελθόν οι πλέον ηλικιωμένοι τραγοδοποιοί έρχονται στο προσκήνιο της συγκρότησης του δια μέσου του τραγουδιού.
Ορισμένα από αυτά τα τραγούδια ‘μιλούν’ για το χωριό καταγωγής τους το Ρεϊσντερε και τις γύρω πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως είναι τα Αλάτσατα, η Κάτω Παναϊα, τα Βουρλά, η Χίος, η Σμύρνη, η ‘Πόλη’. Άλλα τραγούδια όπως είναι η παράδοση των ‘Ρεμπέτικων’ ενεργοποιήθηκαν για να εκφράσουν προσφυγικά παράπονα. Πολύ συχνά τα τραγούδια τους κατακλύζονται από μια βαθειά νοσταλγία για τους αγαπημένους τόπους της παιδικής ηλικίας, τις χαμένες πατρίδες. Άλλα, αφηγούνται την εμπειρία του διωγμού και του αναγκαστικού εκπατρισμού. Η ιστορία των Ρεϊσντεριανών η ιστορία του ξεριζωμού και της φτώχειας, η ιστορία των κοινών βασάνων και της συλλογικής ταπείνωσης, η ιστορία του να γίνεται κανείς πρόσφυγας - πράγμα που ισχύει και για πολλούς άλλους Μικρασιάτες - θα μπορούσε να ειπωθεί επαρκώς και με τα τραγούδια τους μόνο: ‘στο διωγμό τη μια στιγμή τραγουδούσαμε και την άλλη μοιρολογούσαμε’ θα μου πει μια ηλικιωμένη πληροφορήτρια που κατά τη διάρκεια του διωγμού ήταν στα είκοσί της. Θα μπορούσα λοιπόν να υποστηρίξω πως τα τραγούδια αυτά ήταν σε κάποιο βαθμό αποτέλεσμα απόγνωσης και ταυτόχρονα πράξη παρηγοριάς.
Το κεντρικό μου επιχείρημα λοιπόν είναι πως το τραγούδι όπως κι άλλες μορφές ενσώματης επιτελεστικής επικοινωνίας είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά μέσα σφυρηλάτησης κοινωνικής μνήμης και συγκρότησης συλλογικοτήτων. Ως τέτοια είναι δυνατόν “ ... στο πλαίσιο ειδικών τοπικών συνθηκών να εγείρει όρια, [και] να τονίσει διαφορές ανάμεσα σε ‘μας’ και σ’ ‘αυτούς’ (Stokes 1994:6). Για το σκοπό αυτό το παρελθόν όχι μόνο ως γνώση, αλλά ως εμπειρία και αναπαράσταση ενός κοινού τόπου καταγωγής έχει ένα αποφασιστικό ρόλο να παίξει. Επιπλέον το πανυγήρι του ‘Αγίου Δημητρίου’ στις 26 του Οκτώβρη, προστάτη αγίου του χωριού, οι χοροεσπερίδες που οργανώνονται περιοδικά απ’ το σύλλογο νέων ή από την ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού λειτουργούν ως ισχυρές μεταφορές συγκρότησης της συμβολικής κοινότητας (Δες για παράδειγμα Caraveli 1985; Herzfeld 1985; Danforth 1989).
Από αναλυτική σκοπιά η πρακτική του τραγουδιού αυτού που εκφράζει τοπικά γούστα λειτουργεί σε δυο επίπεδα τουλάχιστον: πρώτον, ως πράξη αφήγησης, αφού συμπαρουσιάζει και ‘δένει’ μεταξύ τους διασκορπισμένα αφηγηματικά θραύσματα και δεύτερον, ως πρακτική που συγκροτεί την κοινότητα και όχι μόνο αντίστροφα, όπως συνήθως προβάλλεται. Με άλλα λόγια όπως είναι σωστό να λέμε ότι διαρθρώνεται από την ‘κοινότητα’, είναι το ίδιο σωστό να πούμε ότι το τραγούδι και οι πρακτικές που σχετίζονται μ’ αυτό συγκροτούν στο συμβολικό επίπεδο την ‘κοινότητα’ (Δες Stokes 1994:2; Seeger 1987)• με τα λόγια της Caravelli ‘κάνει την κοινότητα να γεννηθεί κατά τη διάρκεια της επιτέλεσης’(10) . Από αυτή τη σκοπιά, ιδιαίτερα, το τραγούδι και “η μουσική δημιουργούν και συναρθρώνουν την ιδέα της κοινότητας” (Frith 1992:177;) και επιβάλουν με έντονο τρόπο το δεσμό της εντοπιότητας και της ταυτότητας πράγμα που έχει υποστηριχθεί για τον Ελληνικό χώρο (Caraveli 1985; Herzfeld 1985; Danforth 1989; Cowan 1990 & 1993), αλλά και για άλλες περιοχές του κόσμου (Abu-Lughod 1987; Finnegan 1989; Hall 1990).
Στον Άγιο Δημήτρη το τοπικό αυτό τραγούδι συλλαμβάνεται, παράγεται και μεταβιβάζεται με το ‘αυτί’ και με το ‘στόμα’, κυρίως, αφού υπάρχουν ελάχιστα τραγούδια γραμμένα ή μαγνητοφωνημένα• τόσο τα τραγούδια όσο και οι αφηγήσεις σχετικά με το παρελθόν μεταβιβάζονται προφορικά. Μόνο δυο ωρών διάρκειας μαγνητοφωνημένες ταινίες ήταν ο καρπός της διερεύνησης μου σε αυτό το πεδίο. Όμως ένοιωσα μεγάλη έκπληξη όταν διαπίστωσα ότι οι ηλικιωμένοι κυρίως αφηγητές μου συνήθιζαν να ενσωματώνουν μικρά δύστιχα και σε ορισμένες περιπτώσεις ολόκληρα τραγούδια στις αφηγήσεις τους. Σε αυτό το πλαίσιο το τραγούδι αποτελεί σημαντική στρατηγική για την ανακατασκευή του παρελθόντος: η αφήγηση σταματούσε για να ακουστεί ένα ή περισσότερα δύστιχα το περιεχόμενο των οποίων γινόταν στη συνέχεια αντικείμενο αφηγηματικού σχολιασμού. Αυτή ή εναλλαγή λόγου-τραγουδιού, προσωπικής ιστορίας και κοινής μοίρας αποτελούσαν αναπόσπαστα μέρη μιας ενιαίας αφήγησης. Επιπλέον το περιεχόμενο του δύστιχου γινόταν συχνά η αιτία επικέντρωσης της αφήγησης: ο πληροφορητής ή η πληροφορήτρια ένοιωθαν την υποχρέωση να δώσουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τα ονόματα, τοπωνύμια, καταστάσεις που αναφέρονταν στο τραγούδι. Από αυτή την άποψη, και έχοντας κατά νου ότι τα τραγούδια απομνημονεύονται και αναπαράγονται πιο εύκολα από άλλες μορφές λόγου, η σημασία τους ως αυτόνομα ‘ θραύσματα’ τοπικής ιστορίας είναι μεγάλη.
Η ποικιλία των ενδεχόμενων αναμνήσεων τις οποίες το τραγούδι μαζί με άλλα ‘οχήματα’ συλλογικής μνήμης μπορεί να φέρει στο φως με ώθησε να δώσω μεγαλύτερη προσοχή στις ‘φωνές’ των ιδιόρρυθμων αυτών αφηγητών. Στην ουσία, ήταν η παράδοση του ‘καταδιωγμένου’ και του ‘καταπιεσμένου’ που επέμενε να εμφανίζεται με το μανδύα αυτών των προφορικών τεχνασμάτων. Αυτού του είδους οι σχηματοποιημένες αναμνήσεις που ανακαλεί το τραγούδι αποτελούν ότι ο Geertz αποκαλεί ‘βαθύ παιγνίδι’ (Geertz 1973) αφού κάνει δυνατή γι’ αυτή την κοινωνική ομάδα την αυτογνωσία και αναπαράσταση η οποία είτε απαγορεύτηκε, είτε καταπιέστηκε στο πλαίσιο μιας δυτικόπληκτης εθνικής κουλτούρας και ιστοριογραφίας η οποία επίμονα απέκλειε κάθε ανατολίτικο στοιχείο. ‘Μόνο αυτοί που προέρχονται από απέναντι είναι σε θέση να νοιώθουν αυτά τα τραγούδια’ υποστηρίζουν οι κάτοικοι του Αγίου Δημητρίου. Το παρελθόν και η ταυτότητα σε αυτές τις συνθήκες φαίνεται να εγείρουν αξεπέραστα εμπόδια στην ικανότητα της κατανόησης.
Το τραγούδι αποτελεί μια επικοινωνιακή πρακτική και ως τέτοια ενεργοποιείται να αποκαλύψει ‘καλυμμένα αισθήματα’(11) και κοινωνικού χαρακτήρα παράπονα. Κάτω απο αυτές τις περιστάσεις το παρελθόν δεν συνιστά το απομακρυσμένο, α-χρονο βασίλειο των εθνικιστικών επιθυμιών, αλλά μάλλον ‘φτωχή πηγή’(12) που βασίζεται στη βιωμένη εμπειρία. Αυτή η άποψη είναι απόλυτα αντίθετη με τη θέση του Bloch ότι “δεν μπορείς να επιχειρηματολογήσεις με ένα τραγούδι” (Bloch 1989 37-38, έμφαση στο πρωτότυπο). Το επιχείρημα μου είναι ότι ιδιαίτερα στις προφορικές κοινωνίες το τραγούδι είναι επικοινωνιακή πρακτική μάλλον παρά ‘τέχνη’. Στον Άγιο Δημήτρη όπως συμβαίνει και με άλλα χωριά της αγροτικής Ελλάδας (Caraveli 1982; Cowan 1990), τόσο το τραγούδι όσο και ο χορός βρίσκονται στο κέντρο της κοινωνικότητας, η οποία αν και είναι πολύ ευαίσθητη είναι τόσο σημαντική σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον ανταγωνιστικότητας, αλλά και έντονης εξάρτησης.
Οι τραγουδοποιοί της πρώτης γενιάς προσφύγων συνηθίζουν να χρησιμοποιούν ένα μεγάλο ρεπερτόριο από προϋπάρχοντα σχήματα τα οποία συνηθίζουν να τα ‘γεμίζουν’ κατά τη διάρκεια επιτέλεσης. Τα σχήματα αυτά που αφορούν τη μελωδία, τις μεταφορές και τις εικόνες δεν είναι απλά και μόνο τεχνικές σύνθεσης αλλά αποτελεσματικοί τρόποι ανάκλησης κοινωνικών σημασίων. Με αυτή την έννοια το μήνυμα συγκροτείται στη συνάντηση του κοινωνικού με το μουσικό σαν αποτέλεσμα μιας “διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στη διαμόρφωση των [μουσικών] στυλ και της καθημερινή ζωής” (Blacking 1974:47 δες επίσης Feld 1982).
Το μοναδικό μουσικό όργανο που χρησιμοποιείται από εκπροσώπους της πρώτης γενιάς προσφύγων είναι το ταψί, το ίδιο ταψί που σ’ άλλες συνθήκες χρησιμοποιείται για το φούρνο. Αν και η χρήση του σήμερα είναι περιθωριακή εξακολουθεί να φέρει έντονα τον απόηχο ενός μυθοποιημένου παρελθόντος. Η στένη του σχέση με τις καλές, περασμένες στιγμές ανακαλεί ιστορίες και συναισθήματα που έχουν όμως κοινοτικό χρώμα. Από αυτή την άποψη, το παίξιμο του ταψιού, μια συνήθεια που ‘εμείς φέραμε απ’ την πατρίδα’, όπως συνηθίζουν να λένε, ανακαλεί το οικείο παρελθόν και παροτρύνει τους χωριανούς να θέσουν στο χορό, ανάμεσα στ’ άλλα, την ενσώματη ‘κοινότητα’ τους. Ακόμη, το γεγονός της διπλής χρήσης του ταψιού ως σκεύους και ως μουσικού οργάνου είναι δείγμα μιας κουλτούρας των φτωχών. Τέλος, η μονάδικότητά του ως μουσικού οργάνου στο πλαίσιο του νησιού το καθιερώνει ως έμβλημα της κοινωνικής ταυτότητας της ομάδας.

Ενεργώντας ως ποιητές της καθημερινής τους ζωής οι ‘Ρεϊσντεριανοί’ συνθέτουν τα τραγούδια τους σε μια γλώσσα που μέσω της φαντασίας συγχωνεύει τη τοπική ιστορία με τη καθημερινή εμπειρία. Η ποιητική, ανακλητική λειτουργία των λέξεων απ’ τις οποίες είναι φτιαγμένα αυτά τα τραγούδια ξαναπαρουσιάζει ένα παρελθόν το οποίο δεν έχει πλήρως ‘αποκατασταθεί’. Σ’ αυτή την προοπτική πραγματικά γεγονότα διαπλέκονται αξεδιάλυτα με όνειρα, μύθους και αγίους οι οποίοι ενεργούν για δική τους χάρη. Κατά συνέπεια το τραγούδι μπορεί να θεωρηθεί ως μυθοποιητική αφηγηματική πρακτική και επιτέλεση δράματος. Για το σκοπό αυτό το οικείο γίνεται ξένο και το μακρυνό γίνεται οικείο• σε αυτό το πλαίσιο, ‘πατρίδα’ θεωρείται η Μικρά Ασία και όχι η Ελλάδα, και πιο ειδικά το χωριό καταγωγής, το Ρεϊσντερε, και όχι το χωριό που κατοικούν, ο Άγιος Δημήτρης.
Οι Εθνομουσικολόγοι έχουν πειστικά υποστηρίξει ότι η μουσική “ ... αφορά στην ουσία ανθρώπινα συναισθήματα και εμπειρίες, και [ότι] τα πρότυπά πολύ συχνά προέρχονται απ’ την ασυνείδητη πνευματική ζωή ...” (Blacking 1974: x) μια ιδέα που αποκαθιστά την ενότητα ανάμεσα στη κοινωνική και τη ‘μουσική ζωή’. Γι’ αυτό, τόσο τα τραγούδια, όσο και οι ιστορίες που εντάσσονται στην ίδια αφηγηματική προοπτική συνθέτονται, σε κάποιο βαθμό, κατά τη διάρκεια της επιτέλεσης, αφού εστιάζουν στο ενδιαφέρον και τη γνώση του κοινού. Το γεγονός αυτό κάνει αναγκαία την αξιοποίηση προϋπάρχοντος υλικού που ανήκει στην ‘κοινότητα’. Το υλικό αυτό αφορά τη διαφορετική κάθε φορά διάταξη ‘θραυσμάτων’ λόγου και σχημάτων επανάληψης και την, μέσω της μετωνυμίας και μεταφοράς, διαφορετική επαναδιαπραγμάτευση τραυματικών εμπειριών του παρελθόντος. Για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού, ορισμένες φορές είναι αρκετή η αλλαγή του ονόματος και μόνο, όπως θα φανεί απ’ τις παραλλαγές του παρακάτω στίχου:
Ανάθεμάσε βρε Κεμάλ και συ και η Τουρκία
δύο φορές μας διώξατε απ’ τη Μικρά Ασία
Σε μια δεύτερη εκδοχή αυτός ο στίχος παίρνει την εξής μορφή,
Ανάθεμάσε βασιλιά και συ και η Τουρκία
δύο φορές μας διώξατε απ’ τη Μικρά Ασία
Σε μια τρίτη εκδοχή η Τουρκία αντικαθίσταται απ’ την Αγγλία (Ανάθεμάσε βρε Κεμάλ και συ και η Αγγλία ... ), ενώ σε μια τέταρτη ο Κεμάλ αντικαθίσταται απ’ την Αμερική (Ανάθεμάσε Αμερική και συ και η Τουρκία ... ).
Ενώ όμως οι τρεις πρώτες εκδοχές είναι κατανοητές σύμφωνα με τις σύγχρονες με το διωγμό διαμαρτυρίες και παράπονα, στην προφορική τουλάχιστον εκδοχή τους, η τέταρτη δεν είναι. Με βάση τις παραλλαγές αυτού του στίχου οι πρόσφυγες στρέφονται ενάντια στη Τουρκία, το Κεμάλ, το βασιλιά Κωνσταντίνο και τους δυτικούς συμμάχους ως υπεύθυνους της Καταστροφής και αίτιους των δικών τους κακών. Αντίθετα, η Αμερική δεν αναφέρεται σε άλλες προφορικές μαρτυρίες στις οποίες συχνά έρχονται στο προσκήνιο η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία (13) . Όμως, αυτή η αντικατάσταση θα μπορούσε να γίνει κατανοητή στο πλαίσιο του αντιαμερικανισμού της μεταχουντικής πολιτικής σκηνής της Ελλάδας της δεκαετίας του ΄70. Όμως, αυτό το οποίο έχουν κοινό όλοι αυτοί οι στίχοι συμπεριλαμβανομένου και του τέταρτου είναι η ενεργοποίησή τους ως μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας. Αν και αυτή η αλλαγή θα μπορούσε να θεωρηθεί ασήμαντη δεν είναι η μοναδική. Στο ίδιο αναλυτικό πλαίσιο θα μπορούσε να τοποθετηθεί ο στίχος της σελίδας (7) που εκφράζει συναισθήματα συμπάθειας στους Κύπριους πρόσφυγες. Ακόμη, ο επόμενος στίχος προστέθηκε στο ‘μοιρολοϊ’ για τη ‘χαμένη Ανατολη’ (δες σελ. 16-17) ο οποίος όμως στη συνέχεια αφαιρέθηκε γιατι θεωρήθηκε ακατάλληλος για την υπόθεση της Μικράς Ασίας:
Αλοίμονό μας βρε παιδιά τι μας επιφυλάσει
Ο Reagan που μας έφερε ξανά τη νέα τάξη
Όχι μόνο τραγούδια αλλά και τα κάλαντα των Χριστουγέννων μετασχηματίστηκαν για την αφήγηση του δράματος της προσφυγιάς. Είναι ενδιαφέρον να ‘διαβάσει’ κανείς την αλλαγή αυτή στο αφηγηματικό της πλαίσιο:
Μια φορά, ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς και μαζευτήκαμε στη Χίο 4-5 προσφυγόπουλα να πούμε τα κάλαντα. Σκεφτήκαμε λοιπόν πως και τον Αγιο Βασίλειο θα τον είχαν διώξει απ’ το μέρος που γεννήθηκε την Καισάρεια ... έτσι λοιπόν λόγο στο λόγο, λίγο ο ένας λίγο ο άλλος συντάξαμε καινούργια κάλαντα και αρχίσαμε να τα λέμε πορτα - πόρτα,
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
χάλασε ο κόσμος και ο ντουνιάς
κι αρχή καλός μας χρόνος
εξορίστηκε ο κόσμος
γυρίζουμε σαν τα πουλιά
και που να φτιάξουμε φωλιά
που όλο μας την χαλούνε
και δεν θέλουν να μας δούνε
Εκεί να σ’ έχω να δείς τί έγινε ... αρχίσανε να κλαίνε όχι μόνο οι πρόσφυγες, αλλά και οι ντόπιοι ... αλλά αυτά τα πράγματα ήταν αλήθεια ... αφού εγώ πήγαινα στο σχολείο και κάθε φορά που γύριζα στο σπίτι έπρεπε να ψάξω να βρώ τους γονείς μου γιατί άλλαζαν σπίτια και τους έχανα ... είναι στ’ αλήθεια πολύ δύσκολο να εξηγήσω τι συνέβαινε. Αργότερα συνηθίζαμε να τραγουδάμε το παρακάτω τραγούδι:
Φύγαμε απ τη Μικρά Ασία
μέσα στη Καταστροφή
και γυρίσαμε στην Ελλάδα όλοι οι Έλληνες φτωχοί
Μας εκτύπησε η μοίρα ξαφνικά ένα πρωϊ
και απ’ τις παράγκες τώρα
αναρχίσαμ’ τη καινούργια μας ζωή
κατορθώσαμε να κάνουμε
κα το πόνο μας χαρά
και δεν σκύψαμ’ το κεφάλι
στη παλιά μας συμφορά
Ένα άλλο τραγούδι γνωστό στο πανελλήνιο ήταν από κείνα που αγαπούσαμε
Εγώ είμαι προσφυγάκι αχ το λέω
που με διώξαν απ’ τη Σμύρνη κι όλο κλαίω
πότε φτωχεια πότε πλούτη
έμαθα να παίζω ούτιστο ‘Καφέ -Αμάν’
κι ωχ αμάν, αμάν
Εγώ είμαι προσφυγάκι αχ το λέω
τη πατρίδα μου θυμούμαι κι’ όλο κλαίω
πότε φτωχεια πότε πλούτη ...
Με άλλα λόγια, τα τραγούδια ως ‘αναδυόμενες μεταφορές’ (14) και αφηγηματικά τεχνάσματα εμπεριέχουν διαφορετικές χρονικότητες, διακηρύξεις και παράπονα. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της ποιητικής ικανότητας του τραγουδοποιού η οποία όμως κάνει δυνατή την παρουσίαση άλλων παρόντων. Επιπλέον η παρουσίαση αυτή δεν καθίσταται δυνατή μόνο μέσω της ‘ανάκλησης’ αυτού που η κοινότητα ήδη γνωρίζει, αλλά και της διάχυσης, εμβάθυνσης και ‘παγώματος’ αυτού που ενδεχόμενα έχει απωθηθεί από την επίσημη μνήμη. Οποιαδήποτε ανάλυση λοιπόν των ιδιόμορφων αυτών κειμένων θα πρέπει να εστιάσει το ενδιαφέρον της πέρα από τις κειμενικές δομές τους. Οι κειμενικές αναλύσεις, όπως τουλάχιστον έγιναν γνωστές απ’ το δομισμό του Levi-Strauss και σε κάποιο βαθμό απ’ τα επίπεδα περιγραφής του R. Barthes (1993:257 έμφαση στο πρωτότυπο), δεν είναι αρκετές για την κατανόηση αυτών των ‘προφορικών κειμένων’, αλλά μόνο στο βαθμό που κανείς τα διερευνά στο πλαίσιο των βιωμένων καταστάσεων που περιγράφουν: είναι αυτό που τα κάνει πειστικά ως θραύσματα προφορικής ιστορίας.
Οι τραγουδοποιοί αυτής της γενιάς δεν έχουν κάποια μουσική παιδεία από τυπική άποψη ούτε κάποια σαφή, συστηματική θεωρία μουσικής. Τόσο η ‘παραγωγή’ μουσικής όσο και η μάθησή της δεν είναι διακεκριμένες δρατηριότητες, αλλά και οι δυο είναι συνιστώσες μιας ενιαίας μουσικής επιτέλεσης. Για να γίνει κανείς ικανός τραγουδοποιός θα πρέπει να έχει υπάρξει προσεκτικός, ευαίσθητος ακροατής πράγμα που επιβάλλεται από το διαλογικό συμμετοχικό χαρακτήρα αυτών των πρακτικών. Ακόμη, για να είναι κανείς ικανός τραγουδιστής σύμφωνα με την τοπική κοινωνία θα πρέπει να είναι παθιασμένο άτομο παρά να έχει θεωρητικές μουσικές γνώσεις• είναι ζήτημα συναισθήματος μάλλον παρά γνώσης. Με αυτή την έννοια το τραγούδι γίνεται το ‘όχημα’ ανθρώπινων συναισθημάτων και παθών και όχι απλό μέσο έκφρασης της σκέψης. ‘Για να τραγουδήσει κανείς δεν φτάνει να γνωρίζει τα λόγια του τραγουδιού’ συνήθιζαν να λένε γελώντας, αλλά θα πρέπει να έχει καημό, να κατέχεται μ’ άλλα λόγια από την ανάλογη συναισθηματική προ-υπόθεση. Κατά συνέπεια, το επόμενο μοιρολόϊ - σύνθεση του Κ. Μαυράκη, ενός ηλικιωμένου πρόσφυγα - στο ‘σκοπό’ του ‘αμανέ’ αποτελεί ύμνο της συμβολικής κοινότητας που ξαναζωντανεύει ρητορικά και δραματικά το συναίσθημα του ανήκειν.


Ένα μοιρολόϊ για τη χαμένη Ανατολή και η επιστροφή του ‘διωγμένου’.

Τα τραγούδια είναι λόγια τα λεν’ οι πικραμένοι
τα λεν’ να φύγει το κακό μα το κακό δεν φεύγει (15)
Καημένη μου Ανατολή σου φύγανε τ’ αηδόνια
και πήγαν και τραγούδησαν σε ξένα περιβόλια
Παναγιά μου παρηγόρα τα ξενάκια πούρθαν τώρα
καημένη μου Ανατολή αμάν αμάν καήκαν τα χωριά σου
φύγαν τα παληκάρια σου που ήταν παρηγοριά σου
Παναγιά μου Παναγιά μου παρηγόρα τη καρδιά μου
Ξενητεμένο μου πουλί καημένο μου γεράκι
η ξενητιά σε χαίρεται και γώ πίνω φαρμάκι
Παναγιά μου Παναγιά μου παρηγόρα τη καρδιά μου
της τύχης μου ήταν γραφτό κι αυτό να το περάσω
να γεννηθώ στο τόπο μου στα ξένα να γεράσω
Παναγιά μου Παναγιά μου παρηγόρα τη καρδιά μου
τα ήχτιζα βουλήσανε κι οι κόποι μου χαθήκαν
και εκείνα που επότιζα κι εκείνα μαραθήκαν
Θεέ μου πως τη δέχτηκες την αδικία τούτη
μες σε χριστιανικά χωριά να κατοικούνε Τούρκοι
Η ‘από πρώτο χέρι’ παρουσίαση μιας τόσο οδυνηρής εμπειρίας δεν μπορεί παρά να είναι δραματική ανα-παράσταση ενός παρόντος-παρελθόντος. Αυτού το είδους οι επιτελέσεις ξαναζωντανεύουν μνήμες όχι μόνο στους ανθρώπους που είχαν μια άμεση εμπειρία των τραγικών γεγονότων που εξιστορούνται, αλλά και σέ αυτούς που η συν-πάθειά τους βασίζεται σε προηγούμενες επιτελέσεις και αφηγήσεις αγαπημένων προσώπων. Οδυνηρά γεγονότα τέτοια όπως το κάψιμο του χωριού και ο θάνατος αγαπημένων προσώπων όχι μόνο όπως βιώθηκε άμεσα, αλλά και όπως ανα-βιώθηκε μέσω της αφήγησης και της φαντασίας αποτελούν τις συνιστώσες του κοινού δράματος. Πραγματικά γεγονότα διαπλέκονται με φανταστικά - όπως για παράδειγμα η επίκληση των θρησκευτικών συμβόλων - με αξεδιάλυτο τρόπο.
Ακούγοντας αυτό το μοιρολόι ένοιωσα πως ο άνθρωπος απέναντί μου, που έβαινε προς το τέλος της ζωής, συγκινημένος σταδιακά απ’ τα ίδια τα λόγια του μου αφηγόταν με τον πλέον συνοπτικό και ποιητικό τρόπο την ίδια του τη ζωή. Αν και η αφήγηση αυτή γινόταν σε πρώτο πρόσωπο στην ουσία αφηγόταν το δράμα μιας πολύ ευρύτερης κοινωνικής ομάδας αποσκοπώντας, μέσω της συν-κίνησης κοινών ‘συναισθηματικών δομών’(16) , στη συν-πάθεια. Η ποιητική μ’ αυτή την έννοια δεν ανήκει μόνο στη μελέτη της γλώσσας, αλλά στη γενικότερη σημειωτική των κοινωνικών σχέσεων και της αναπαράστασής τους (Jakobson 1963, Herzfeld 1985) στις οποίες αναγκαστικά εμπλέκεται η δραματικά βιωμένη ιστορία. Από αυτή την άποψη περασμένα βάσανα και τρέχοντα παράπονα διαρθρώνονται με τρόπο όχι διακριτό για να δραματοποιηθούν μεσω της υλικότητας της φωνής και να αρθρώσουν το λόγο του καταδιωγμένου και του καταπιεσμένου. Τέλος, είναι η υλικότητα της φωνής “η υλικότητα του ίδιου του σώματος που μιλά τη μητρική του γλώσσα” (Barthes 1990:295), το δικό του πάθος στη διπλή του έννοια, μια συνάντηση της γλώσσας με ένα διαρκές πόνο, αυτό που κάνει τον ήχο της μεστό σε νόημα. Παρατηρώντας την παλινδρομική κίνηση του σώματος του ‘τραγουδιστή’ με έκανε να θυμηθώ την ‘συμπεριφορά’ του σώματος που μοιρολογεί, αλλά και τη συν-κίνηση του σώματος που θρηνεί σε παραστάσεις τραγωδίας.
Ο ‘τραγουδιστής’ διευκρίνησε ότι αυτός ο ίδιος συνέθεσε το μοιρολόι αν και ‘πήρε’ τον πρώτο στίχο από κάποιο άλλο τραγούδι ευρύτερα γνωστό και στη συνέχεια πρόσθεσε τους υπόλοιπους στίχους. Το συνέθεσε στο σκοπό του αμανέ και πιο ειδικά του αμανέ κατάλληλου για μοιρολόι. Ο αμανές είναι το είδος εκείνο του τραγουδιού με βάθος που όπως θα υποστήριζε ο Barthes “φτάνει στο αυτί κατευθείαν με την ίδια κίνηση ... σαν να ερχόταν δια μέσου του ίδιου δέρματος που συνέδεε την εσωτερική σάρκα του τραγουδιστή με τη μουσική που τραγουδά” (Barthes 1990:295). Επειδή πιστεύεται ότι είναι ένα δύσκολο μουσικό είδος θεωρείται ότι είναι η ένδειξη τελειοποίησης του τραγουδιστή. Το εξέχον χαρακτηριστικό στην επιτέλεση του αμανέ είναι η ανθρώπινη φωνή η οποία εμπλέκει άμεσα το σώμα και τον ‘εσωτερικό εαυτό’ του τραγουδιστή. Ως τέτοια “είναι ο όγκος της ομιλούσας και τραγουδούσας φωνής, το διάστημα στο οποίο οι σημάνσεις βλασταίνουν” (ο.π. 295), είναι η υλικότητα της ίδιας της φωνής που αρθρώνει το συναίσθημα και όχι απλά και μόνο το αναφορικό μήνυμα του λόγου. Αυτού του είδους οι τραγουδιστές - δεν είναι πολλοί στον Άγιο Δημήτρη - κατονομάζονται, γίνονται αντικείμενα σχολιασμού και οι δυνατότητές τους αναλυτικά συγκρίνονται.
Αυτή η πολύ αξιόλογη και σε μεγάλο βαθμό Ανατολίτικη φωνητική μουσική αποτελεί συμβολική πρακτική συν-ταύτισης και αλληλοαναγνώρισης ανάμεσα στους Μικρασιάτικους πληθυσμούς. Παρά την κεντρική θέση που κατέχει στον Αγιο Δημήτριο δεν υπάρχει συμφωνία για το ποια τραγούδια είναι αμανέδες και ποια όχι. Η σχέση της όμως με τη Βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική - ‘το χωριό’ ήταν πολύ γνωστό για τους καλλίφωνους ψάλτες και τραγουδιστές’ συνηθίζουν να λένε - τη μεταφέρει στο πεδίο του θρησκευτικού και του μυστικιστικού. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που ο παπα-Μανώλης, ο παπάς του Αγίου Δημητρίου είναι ένας από τους πιο ικανούς ‘εν ενεργεία’ αμανετζήδες.
Το γεγονός όμως ότι αποτελεί κοινό μουσικό γούστο για τους Έλληνες και τους Τούρκους φαίνεται να αποτελεί ενοχλητική διαπίστωση για τις αρχαιόπληκτες ελίτ που ονειρεύονται την εθνική καθαρότητα και πάνε τόσο μακριά - χρονολογικά και μεταφορικά - υποστηρίζοντας ότι ο αμανές είναι λείψανο του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού. Ιστορικά ο αμανές συνδέεται με τη μη δυτική πλευρά του λαϊκού πολιτισμού, το Ρωμαϊκό και Βυζαντινό ανατολίτικο παρελθόν, και γι’ αυτό ακριβώς αγνοήθηκε απ’ τις ηγετικές ελίτ που παρέμειναν σταθερά προσανατολισμένες στη ‘πολιτισμένη’ δύση. Η ειρωνία είναι, αυτού του είδους το τραγούδι αποτελεί πολύ οικείο είδος έκφρασης για μεγάλη μερίδα πληθυσμού, Μικρασιάτικου και μη, παρά το γεγονός ότι παραπέμπει στο κοινό ‘μας’ με την Τουρκία παρελθόν, η οποία στα πλαίσια του πολιτικού λόγου θεωρείται εχθρός ‘μας’.
Προφανώς, η καταπίεση μιας εξαιρετικά οικείας έκφρασης και μνήμης μεταλλάχτηκε σε μια αποφασιστική εκδήλωση της δισημίας (Herzfeld 1985 & 1987) του λαϊκού πολιτισμού. Αυτή η αμφισημία γίνεται καλύτερα κατανοητή στην παρακάτω συζήτηση ανάμεσα σ’ ορισμένους από τους γνωστούς Ελληνες μουσικοσυνθέτες (17) :
Ελληνιάδης: Έχω την εντύπωση ότι μετά το 22 στην Ελλάδα δεν γράφονται και δεν κυκλοφορούν πολλά τραγούδια με θέμα την καταστροφή.
Δραγούμης: Είναι κάτι τόσο οδυνηρό που κανένας δεν θέλει να το θυμάται. Ωστόσο υπάρχουν ορισμένες αναφορές. Εμείς το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο, έχουμε ηχογραφήσει ένα ωραίο μοιρολόι για την πυρκαγιά της Σμύρνης και κάποιο άλλο για τις φοβερές σφαγές που γίνανε στο Αϊβαλί. Αλλά νομίζω ότι το μοιρολόι για το δράμα που μας συνέβη πρέπει να το αναζητήσουμε ιδίως στον αμανέ της εποχής εκείνης. Οι αμανέδες χωρίς να μιλάνε ειδικά για την καταστροφή, θρηνούν για τη δυστυχία που προκαλεί ο άνθρωπος στον άνθρωπο.
Κουνάδης: Πολύ λίγα τραγούδια μιλάνε γι’ αυτή καθ΄ εαυτή την καταστροφή, αλλά γενικότερα το κλίμα που αποδίδει το τραγούδι μετά το 1922, με 400-500 αμανέδες που βγαίνουν σε δίσκους και μιλάνε για θάνατο και θλίψη, φανερώνει μια κατάσταση. Στη Σμύρνη δεν πρέπει να είναι τόσοι πολλοί οι αμανέδες πριν την καταστροφή όσο γίνεται εδώ κυρίαρχο στοιχείο για μια δεκαετία! Όλοι οι σπουδαίοι τραγουδιστές τραγουδάνε αμανέδες. Ένα 99% των αμανέδων είναι ένα μοιρολόι.
Δραγούμης: Τα 3/4 των αμανέδων βασίζονται σε κείμενα που είναι τόσο γενικά ώστε να μπορούμε να τα εννοήσουμε σαν τραγούδια για μια προσωπική συμφορά μέχρι και το χαμό ενός ολόκληρου λαού.
Ελληνιάδης: Αυτό το φαινόμενο που συναντούμε στην Ελλάδα, η περιφρόνηση του αμανέ με την κατηγορία “τούρκικο” ...
Δραγούμης: Ο αμανές είναι ανατολίτικος, τόσο ελληνικός όσο και τούρκικος (εμφαση στο πρωτότυπο). Οι Έλληνες ανήκουν και στην Ανατολή κι αυτό κάνουμε πολύ άσχημα να το ξεχνάμε.
Ελληνιάδης: Υπάρχουν και στη Μικρά Ασία πριν το ΄22 κάποιες κοινωνικές ομάδες που το θεωρούν υποδεέστερο είδος
Δραγούμης: Υπήρχαν οπωσδήποτε κάποιοι κύκλοι πλουσίων μεγαλοτραπεζιτών στη Σμύρνη που το περιφρονούσαν.
Ελληνιάδης: Γραπτά τέτοια υπάρχουν
Δραγούμης: Υπάρχει ένα κείμενο του Φαίδρου που δεν χτυπάει τον αμανέ αλλά προσπαθεί να υποστηρίξει ότι είναι αρχαίος ελληνικός! Κάπου υπάρχει μια παραχάραξη. Δεν ξέρουμε από που προέρχεται ο αμανές και ούτε θα το μάθουμε ποτέ. Το γεγονός είναι ότι ο αμανές είναι ένα απ’ τα ανώτερα είδη τραγουδιού που υπάρχουν σ’ αυτό το χώρο. Έχει πάρα πολύ μεγάλη συγκινησιακή δύναμη• ενώ είναι λαϊκή μουσική χρησμοποιεί τα μακάμια της κλασσικής μουσικής, έχει μια φόρμα με σωστές αναλογίες και κυριώς αποτελείται απο πλούσιους αυτοσχεδιασμούς. Υπάρχουν πάρα πολύ σημαντικά στοιχεία στον αμανέ. Ο αμανές είναι ανώτατο είδος τέχνης. Μέσα στα πλαίσια τς λαϊκής τέχνης, βεβαίως. Γι’ αυτό το να τραγουδάς καλά αμανέ εθεωρείτο κάτι πάρα πολύ σπουδαίο.
Κουνάδης: Ήτανε το κριτήριο του μεγάλου τραγουδιστή.
Προφανώς, τόσο ο αμανές όσο κι άλλες κοινές με τον ‘προαιώνιο εχθρό’ οικείες πρακτικές διαθλασμένες μέσα από εθνικιστικές διακηρύξεις έκαναν δυνατή και καλλιέργησαν την αμφισημία αυτή που ταλαντεύεται ανάμεσα στην απόρριψη της ως ‘Τούρκικο είδος’ και την οικειοποίηση ως ‘αρχαία Ελληνική’ τέχνη.
Επιπλέον, το όνομα αμανές προέρχεται απ’ την ουσιαστικοποίηση του επιφωνήματος αμάν, το οποίο είναι κοινό στην Ελληνική και τη Τούρκικη γλώσσα και εκφράζει διαρκή πόνο. Και στο μοιρολόι αυτό όπως και σε άλλα μοιρολόγια και τραγούδια το ‘αμάν’ αποτελεί το ψήγμα της φωνής που επαναλαμβάνεται σ’ όλο το τραγούδι. Εκτός απο τα μοιρολόγια το ‘αμάν’ το συναντά κανείς σε πολλά άλλα τραγούδια που διαπραγματεύονται επίπονες καταστάσεις με διάρκεια όπως απώλεια, ανεκπλήρωτα συναισθήματα αγάπης και χωρισμό. Η ‘προς τα έσω’ διευθυνόμενη ερμητική προσοχή του ανθρώπου που υποφέρει κάνει κεντρικό το σώμα σε αυτού του είδους τα τραγούδια. Στις περιπτώσεις αυτές όπως συμβαίνει και στην επιτέλεση του φλαμένκο “το άτομο όταν υποφέρει αποκόβει την προς τα έξω (εκστατική) προσοχή του, και αρχίζει να διερευνά, να νοιώθει και να κραυγάζει εσωτερικές πραγματικότητες ... Οι σωματικές αποτυχίες ενισχύουν εκτεταμένους και επαναλαμβανόμενους μονόλογους μιας εσωστρεφούς σωματικής ομιλίας” (Washabaugh 1994:86).
H προϋπόθεση για την επιτέλεση του αμανέ είναι ο καημός, ένα διαρκές πάθος, μια έντονη επιθυμία, μια ενσώματη προδιάθεση. Έτσι λοιπόν η επιτέλεση του τραγουδιού αυτού συνεπάγεται μια ορισμένη κατάσταση της ύπαρξης, μια συναισθηματική προδιάθεση, ένα σώμα που υποφέρει. Ακόμη, αυτή η εσωτερική προδιάθεση και επιθυμία δεν απευθύνεται αναγκαία σε κάποιο ακροατήριο. Γι’ αυτό, όπως μου είπαν ‘είναι πολύ δύσκολο να συναντήσεις κάποιους αμανετζήδες όταν τραγουδούν ... για να συμβεί αυτό θα πρέπει να τους συναντήσεις την κατάλληλη στιγμή’. Γι’ αυτό, υποθέτω, δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να συναντήσω ποτέ ορισμένους από αυτούς όταν τραγουδούσαν. Γι’ αυτο τέλος, υποστηρίζω, ο αμανές θεωρήθηκε το κατάλληλο μουσικό είδος για να θρηνήσουν την ‘χαμένη Ανατολή’ και να εκφράσουν με αυτό το τρόπο το συλλογικό καημό. Τόσο το ουσιαστικό ‘καημός’ όσο κα το επίθετο ‘καημένος’ προέρχονται από το ρήμα καίομαι διατυπωμένο σε διαρκές ενεστώτα: είμαι σε κατάσταση οδύνης εξ αιτίας της διαρκούς ‘παρουσίας’ μιας οδυνηρής απουσίας, μιας εφ’ όρου ζωής απώλειας.
Τα τραγούδια ως μεταφορές του παρελθόντος στο παρόν
Απ’ την εποχή του Ομήρου ως μεταφορά θεωρήθηκε αυτό το στοιχείο της ποιητικής το οποίο αποδίδει γνώση. Η χρήση της αποκαθιστά αντιστοιχία μεταξύ των, αρχικά, πλέον απομακρυσμένων πραγμάτων (έμφαση στο πρωτότυπο)(18) .
Εξετάζοντας τις μεταφορές που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το τραγούδι μπορεί να εξάγει κανείς ορισμένα θεμελιώδη συμπεράσματα. Στην ανθρωπολογική βιβλιογραφία οι μεταφορές έχουν θεωρηθεί ότι παρέχουν ‘μια ταυτότητα για ατελή υποκείμενα’ (Fernandez 1974:133), ‘ως σχήματα που περικλείουν ένα παράδοξο’ και ως ‘επινοήσεις που αποκαλύπτουν’ (Herzfeld 1979:286) και διασαφηνίζουν την ατελή πραγματικότητα που σημαίνουν. Με βάση αυτή την ‘αποκαλυπτική’, διευκρινιστική σχέση των μεταφορών σε σχέση με την πραγματικότητα που σημαίνουν που δεν απαιτεί παραπέρα ερμηνεία, τουλάχιστο για το αυθεντικό κοινό στο οποίο απευθύνονται, προσεγγίζω τις μεταφορές και όχι ως σημείο-αναπαράσταση κάποιας αντικειμενικής παραγματικότητας. Το επιχείρημα αυτό συνεπάγεται ότι το σημαινόμενο μπορεί να αναπαρασταθεί, να αποκαλυφθεί, μέσω μιας ποικιλίας μεταφορών, σημαινόντων, η επιλογή όμως ορισμένων μεταξύ αυτών που διαθέτει μια κοινωνική ομάδα δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός, αλλά ένα ζήτημα πολιτισμικής σημασίας. Συνοπτικά, οι μεταφορές συνιστούν υλικό κεντρικής αναλυτικής σημασίας.
Από αυτή τη σκοπιά οι πρόσφυγες αναπαρίστανται ως αηδόνια που είναι καλά όχι μόνο για το τραγούδι τους αλλά και ως αντικείμενα (στη βασική σημασία της λέξης) καταδίωξης. Στο ίδιο πλαίσιο η κατοικία τους γίνεται αντιληπτή ως φωλιά εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο μια άμεση, οικεία προσωπική σχέση. Ακόμη, η Ανατολή παρουσιάζεται ως μητέρα της οποίας τα παλληκάρια έφυγαν ενισχύοντας έτσι το δράμα της. Η παρουσίαση της Μικράς Ασίας ως μητέρας απαιτεί ορισμένα σχόλια όχι μόνο εθνογραφικής, αλλά και ψυχαναλυτικής φύσης. Ενώ τα σκληρά γεγονότα της ζωής όπως η απώλεια, ο χωρισμός και ο θάνατος αφορούν εξίσου και τα δυο φύλα, το πρόσωπο της μητέρας (19) ως η μητέρα προσφύγων και μεταναστών θεωρήθηκε κατάλληλο σύμβολο για να αναπαραστήσει την ‘καημένη Ανατολή’. Επιπλέον η Ανατολή δεν είναι γεωγραφικός χώρος, αλλά πολιτισμικός τόπος πλήρης από παιδικές αλλα και ‘αφηγηματικές’ μνήμες. Το συναίσθημα του ανυπόφορου χωρισμού και της απώλειας ενισχύεται από την επαναλαμβανόμενη χρήση του όρου ξένος στις διάφορες εκδοχές του (ξενιτειά, ξενάκια, ξένα περιβόλια κ.ο.κ), που συνιστούν ότι ο Barthes χαρακτήρισε ως ‘πυρηνικές’ και ‘δαντελωτές λέξεις’.
Λαμβάνοντας υπ’ όψη την εκτεταμένη εμπειρία της μετανάστευσης σε αυτή την κοινότητα, τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική, είναι κατανοητή η ‘επίστρατευση’ στίχων από τα τραγούδια ‘της ξενιτειάς’, για να αναπαραστήσει αυτή την οδυνηρή εμπειρία ως “ζωντανό χωρισμό ... [όπου κάποιος] μπορεί να διατηρεί ελπίδα για την επιστροφή του” (Danforth 1982:94). Από αυτή την άποψη ‘η ξενιτειά’ αποτελεί μια “σημαντική εικόνα στα ελληνικά μοιρολόγια” [συνεπαγόμενη] “τη μοναξιά των εξόριστων που ζουν εκεί” (ο.π. σελ. 90) και επίσης αποτελεί “μια ισχυρή μεταφορά για το θάνατο ... ” (ο.π. σελ. 94). Έχοντας κατά νου ότι η προφορική ποίηση αποτελεί μέσο αναπαράστασης με μεγάλη κοινωνική εμβέλεια, σε μια προφορική βασικά κοινωνία, οι μεταφορές που ‘επιστρατεύονται’ γι’ αυτό το σκοπό είναι κεντρικής σημασίας. Κι αυτό γιατί οι λαϊκοί αυτοί τραγουδουποιοί δεν ενδιαφέρονται για τα τρέχοντα λογοτεχνικά στυλ, αλλά μόνο να παρουσιάσουν την εμπειρία τους΄, λαμβάνοντας όμως υπ’ όψη αυτό που και η ίδια η κοινότητα θεωρεί αξιομνημόνευτο, με τρόπους άμεσους και λακωνικούς που δεν χρειάζονται παραπέρα ερμηνεία. Η κοινότητα εμπειρίας και γνώσης, ιστορίας και συλλογικού ασυνείδητου εξασφαλίζει τους κοινούς κώδικες και, τέλος, την αποτελεσματικότητα της επικονωνίας.

Χωρίς αμφιβολία, η εμπειρία του διωγμού χώρισε τη ζωή της κοινότητας σε πριν και μετα αν και σε όρους ημερολογικού και τρέχοντα χρόνου το πριν αφορά πολύ λίγα μέλη της κοινότητας και ένα μικρό χρονικό διάστημα της ζωής τους (20) . Κατά συνέπεια ο χρόνος της προφορικής αφήγησης είναι ο χρόνος της συλλογικής μνήμης και ο χρόνος της οριοθέτησης του κοινού δράματος. Η σύλληψη του διωγμού ως δράματος είναι που κάνει αναγκαία την συνεχή επίκληση των θρησκευτικών συμβόλων, μια πράξη παρηγοριάς στην εφ’ όρου ζωής συλλογική απόγνωση. Ακόμη, μεγάλη έμφαση στα παράγωγα του ξένος - με κορύφωση στο στίχο ‘να γεννηθώ στον τόπο μου στα ξένα να γεράσω’ - δεν αφορά μόνο τη θεώρηση του παρελθόντος, αλλά παρόντα συναισθήματα μιας όχι και τόσο βολεμένης και αποκαταστημένης ύπαρξης.
Τα τραγούδια όπως και οι αφηγήσεις των Ρεϊσντεριανών είναι πλημμυρισμένα από Τούρκικες λέξεις και εκφράσεις, ορισμένοι στίχοι ήταν στην Τούρκικη γλώσσα, πράγμα πολύ συνηθισμένο και γι’ άλλους πρόσφυγες (21). Το γεγονός αυτό όμως τους φέρνει σε πλήρη αντίθεση με τις κυρίαρχες απόψεις περί ‘καθαρότητας’ όπως εκφράσθηκε από τις επιχειρήσεις ‘εξαγνισμού’(22) της Ελληνικής γλώσσας από πολιτικούς, γραφειοκράτες και λαογράφους. Επιπλέον η ανάμνηση των Τούρκων ως οικείων φίλων του παρελθόντος, οικειότητα στην οποία σημαντικά συμβάλει και η κοινή μουσική ως στοιχείο μνήμης, κάνει αφ’ ενός μεν τα επιχειρήματα των κυρίαρχων ελίτ αμφισβητήσημα, και αφ’ ετέρου ενισχύει την διακριτότητα των Μικρασιατών ως κοινωνικής ομάδας.

Τόσο στα τραγούδια τους όσο και στις αφηγήσεις τους η μοίρα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς ‘αναδιατάχθηκε’ αδιαφορώντας τόσο για περιορισμούς του ημερολογιακού χρόνου όσο και για την επιβληθείσα διάταξη απ’ την επίσημη ιστοριογραφία. Γι’ αυτό οι ζωές τους χωρίστηκαν σε πριν και μετά εδώ και εκεί, τώρα και τότε στο πλαίσιο μιας σχεδόν α-χρονης αντίληψης. Όμως, αυτές οι διακρίσεις δεν αποτελούν απλά και μόνο τους δυο πόλους ενός συνεχούς αλλά ένα βήμα και μια πρακτική ανάμνησης και ανα-βιώματος του πόνου.
Το κεντρικό μου επιχείρημα λοιπόν είναι ότι αυτά τα τραγούδια, μεταφορές του παρελθόντος στο παρόν, φόρμες προφορικής μεταφοράς, “γεννήθηκαν από την απόγνωση” και τη διαμαρτυρία ενάντια σε περισσσότερα από ένα ‘παρόντα’ “με τη θέληση να καταστρέψουν” (Arendt 1992: 43) το κυρίαρχο ‘εξαγνισμένο’ λόγο του τρέχοντος παρόντος, αφού διαρκώς ξανα-παρουσιάζουν και κρατούν ζωντανές αυτές τις μνήμες, και ταυτόχρονα ανοιχτές πληγές. Ενώ λοιπόν ο σκοπός των Μικρασιατών ήταν, με αυτά τα τραγούδια, να αποδώσουν φόρο τιμής στους νεκρούς τους και στις ‘χαμένες πατρίδες’ συνειδητοποίησαν με όρους πολιτικού ασυνείδητου την καταστροφική δύναμη αυτών των πρακτικών ανα-βιώματος για το παρόν τους πλαίσιο: δεν είναι λοιπόν γραφικό είδος και λείψανα του μακρινού παρελθόντος όπως θά υποστήριζαν οι λαογράφοι (Herzfeld 1985), αλλά παρούσες εκδηλώσεις μνήμης και κοινωνικής ταυτότητας.
Τα τραγούδια που ανήκουν στην ανατολίτικη μουσική παράδοση - και αυτό είναι ιδιαίτερα αληθινό για τον αμανέ - είναι από τις πλέον “καταπιεσμένες μορφές της Ελληνικής ιστορικής εμπειρίας” (Cowan 1993: 12). Κατά παράδοξο τρόπο, αυτά τα τραγούδια και οι πρακτικές που τα συνοδεύουν, όπως είναι ο χορός και τα γλέντια, μικρά και μεγάλα, αποτελούν μερικές από τις πιο οικείες και αγαπημένες εκφράσεις του λαϊκού πολιτισμού μέσω των οποίων οι δυτικόπληκτες ανάλογες συνήθειες των αστικών στρωμάτων αμφισβητούνται και υπόκεινται σε κριτική. Εμείς είμαστε Μικρασιάτες, Ανατολίτες και τέτοια είναι τα τραγούδια μας και οι χοροί μας’ υποστηρίζουν στον Άγιο Δημήτριο άνθρωποι διαφορετικών φύλων και ηλικίων ιδιαίτερα όταν τραγουδούν και χορεύουν.


Ένα μοιρολόϊ για τη χαμένη Ανατολή και η επιστροφή του ‘διωγμένου’.

Τα τραγούδια είναι λόγια τα λεν’ οι πικραμένοι
τα λεν’ να φύγει το κακό μα το κακό δεν φεύγει

Καημένη μου Ανατολή σου φύγανε τ’ αηδόνια
και πήγαν και τραγούδησαν σε ξένα περιβόλια
Παναγιά μου παρηγόρα τα ξενάκια πούρθαν τώρα

καημένη μου Ανατολή αμάν αμάν καήκαν τα χωριά σου
φύγαν τα παληκάρια σου που ήταν παρηγοριά σου
Παναγιά μου Παναγιά μου παρηγόρα τη καρδιά μου

Ξενητεμένο μου πουλί καημένο μου γεράκι
η ξενητιά σε χαίρεται και γώ πίνω φαρμάκι
Παναγιά μου Παναγιά μου παρηγόρα τη καρδιά μου

της τύχης μου ήταν γραφτό κι αυτό να το περάσω
να γεννηθώ στο τόπο μου στα ξένα να γεράσω
Παναγιά μου Παναγιά μου παρηγόρα τη καρδιά μου

τα ήχτιζα βουλήσανε κι οι κόποι μου χαθήκαν
και εκείνα που επότιζα κι εκείνα μαραθήκαν

Θεέ μου πως τη δέχτηκες την αδικία τούτη
μες σε χριστιανικά χωριά να κατοικούνε Τούρκοι









1. Παλιό Μικρασιάτικο τραγούδι.
2. Περιοδικό “ντεφι”, Τεύχος 18, Νοέμβρης/Δεκέμβρης 1993, σελ. 45. Απόσπασμα απ΄το βιβλίο του Γ. Παπάζογλου, ‘Ονείρατα της άκαυτης και της καμμενης Σμύρνης - Αγγέλα Παπάζογλου - Τα χαϊρια μας εδώ’.
3. Στο πλαίσιο αυτό έχει σημασία να προσέξει τις απόψεις δυο πολύ γνωστών ερηνευτριών του λαϊκού τραγουδιού:
• ‘Κατάγομαι από ένα χωριό των Σερρών που το προσφυγικό στοιχείο είναι κυρίαρχο. Μέσα απ’ τις παρέες του πατέρα μου έζησα τα γλέντια και τις γιορτές αυτής της περιόδου. Κατά τη διάρκεια της νιότης μου άκουγα Σμυρνέϊκα και λαϊκά τραγούδια στα γραμόφωνα. Όλες αυτές οι εμπειρίες μ’ άγγιξαν πάρα πολύ. Αυτός ήταν ο πρωταρχικός λόγος που μ’ έκανε να αγαπήσω το λαϊκό τραγούδι. Αυτός είναι ο λόγος που το τραγούδι διασώζεται και μεταδίδεται στις επόμενες γενιές. Γι’ αυτό θα επαναλάβω εκτελέσεις παλιών τραγουδιών. Το δυναμικό τους φαίνεται να ξεπερνά τα όρια μιας φωνής μόνο ...’ (Γλυκερία, συνέντευξη στην εφημερίδα ‘Το βήμα’, 30 Ιαν. 1994.
• Μεγάλωσα ανάμεσα σε δύο κόσμους (γεννήθηκε και μεγάλωσε σ’ ένα προσφυγικό συνοικισμό της Θήβας). Η μητέρα μου ήρθε απ’ τη Μικρά Ασία και όταν ήμουν πολύ νέα συνήθιζα να ακούω Μικρασιάτικα και δημοτικά τραγούδια τραγουδισμένα απ’ τη μητέρα μου και το πατέρα μου αντίστοιχα. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο κόσμους διαμορφώθηκαν τα πρώτα μουσικά μου ακούσματα. Χάρις Αλεξίου, συνέντευξη στο τηλεοπτικό κανάλι Αντέννα, 7-7-1994.
4. ‘Ρεϊσντερε’ είναι το χωριό καταγωγής των σημερινών κατοίκων του Αγίου Δημητρίου. Γεωγραφικά βρίσκεται στη χερσόνησσο της Ερυθραίας, 70 χιλμ. περίπου νότια της Σμύρνης.
5. Για μια αναλυση του όρου habitus δες Bourdieu 1977.
6. Προμετωπίδα στο βιβλίο του Fabian, 1990.
7. Αυτού του είδους οι μύθοι χαρακτηρίζονται απ’ τον Vansina ‘αιτιολογικοί μύθοι’ [aetiological myths], Vansina, J. 1975. Oral Tradition: a study in historical methodology.
8. Με τον όρο ‘χωριο’ αναφέρονται στο χωριό καταγωγής, το Ρεϊσντερέ, ακόμα και οι πρόσφυγες της δεύτερης γενιάς.
9. Η Μαγνησσία ήταν κέντρο συνγκέντρωσης αιχμλώτων.
10. Τίτλος άρθρου της Caraveli, 1985.
11. Δανείστηκα αυτή τν έκφραση απ’ την Abu-Lughod, (1987), ‘Veiled Sentiments’.
12. Οφείλω αυτή τη διατύπωση στο άρθρο του Appadurai A., "The past as a scarce resource", Man (N.S.) 16, 201-209.
13. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την γραπτή ιστορία. Ο Ψυρούκης για παράδειγμα κάνει σαφή μνεία για τη παρέμβαση του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στη περιοχή, ‘Η Μικρασιάτικη Καταστροφή 1918 - 1923’, Αθήνα 1988.
14. Οφείλω αυτή την έκφραση στο L. Danforth, 1989, σελ. 122.
15. Αυτός ο στίχος τοποθετήθηκε εύστοχα απ’ τον Danforth ως προμετωπίδα στο βιβλίο του ‘Τα ταφικά έθιμα στην αγροτική Ελλάδα’, φωτογραφία Tsiaras, A. (1982). Princeton: Princeton University Press.
16. Οφείλω αυτή την έκφραση στο R. Williams, 1977. Marxism and Literature. Oxford: Oxford University
17. Περιοδικό “ντέφι”, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1993, σελ. 55.
18. Δανείζομαι αυτή την αναφορά απ’ τη Hannah Arendt, 1992, σελ. 19.
19. Δες σχετικά μ’ αυτή άποψη Caraveli 1980 σελ. 139.
20. Για παράδειγμα, ο συνθέτης του τραγουδιοιύ ‘Καϋμένη Ανατολή’ ήταν μόλις δώδεκα χρονών κατά τη διάρκεια του διωγμού.
21. Δες για παράδειγμα το υλικό των προφορικών αφηγήσεων που έχει συγκεντρωσει το Κένρο Μικρασιατικών Σπουδών στο βιβλίο ‘Εξοδος’, Αθήνα, 198ο.
22. Οι επιχειρήσεις αυτές οργανωμένες κατά καιρούς απ’ την Ελληνική γραφειοκρατία αποσκοπούσαν στην ‘εξάλειψη όλων των Τουρκικών λεξέων’ για την ‘καλυτερευση της Ελληνικής γλώσσας (Herzfeld 1982 & 1987:51-53).


Ξένη βιβλιογραφία
Abu-Lughod, L. 1987. Veiled Sentiments: Honor and Poetry in a Bedouin Society. Berkeley: University of California Press.
Arendt, H. 1992. Introduction. W. Benjamin: 1892-1940. In "Illuminations", Edited by H. Arendt. London: Fontana Press.
Barthes, R. 1990. The grain of the voice. In On Record: Rock, Pop and the written word. Edited by S. Frith & A. Goodwin. London: Routledge.
1993. Introduction to the structural Analysis of the Narratives. In "A Reader", Edited by S. Sontag. London: Vintage.
Blacking, J. 1974. How Musical Is Man? Seattle & London: University of Washington Press.
Bloch, M. 1989. Symbols, song, dance and the features of articulation: Is religion and extreme form of traditional authority? In
Bourdieu, P. 1977. Outline of A Theory of Practice: Transl. by R. Nice. Cambridge: Cambridge University Press.
Caraveli-Chaves, A. 1980. Bridge Between Worlds: The Greek Women's Lament as Communicative Event. Journal of American Folklore, 93:129-159.
1982. The song beyond the song: Aesthetics and Social Interaction in Greek Folksong. Journal of American Folklore 95 (376):129-58.
1985. The Symbolic Village: Community Born in Performance. Journal of American Folklore. 98 (389), 260-86.
Cowan, J. 1990. Dance and the body Politic in Northern Greece. Princeton: Princeton University Press.
1993. Politics, identity and popular music in contemporary Greece. In Cambridge, No 1.
Danforth, L. 1982. The death rituals in rural Greece. New Jersey: Princeton University Press.
1989. Firewalking and Religious Healing: The Anasteria of Greece and the American Firewalking Movement. Oxford: Princeton University Press.

Fabian, J. 1990. Power and Performance. Ethnographic Explorations through Proverbial Wisdom and Theatre in Shaba, Zaire. The University of Wisconsin Press.
Feld, S. 1982. Sound and Sentiment: Birds, Poetics, and song in Kaluli Expression. Philadelphia: University of Pennsylvania Press.
Fernandez, J. 1974. The Mission of Metaphor in Expressive Culture. Current Anthropology Vol. 15, No. 2, 119-145.
Finnegan, R. 1989. Hidden Musicians. Cambridge: Cambridge University Press.
Frith, S. 1992. The Cultural Study of Popular Music: The Practice of Music. In Grossberg L., Nelson C., & Treichler P. (eds) Cultural Studies. London: Routledge.
Geertz, C. 1973. Deep Play: Notes on the Balinese Cockfight. In The Interpretation of cultures. New York: Basic Books.
Hall, S. 1990. Cultural Identity and Diaspora. In Rutherford, Jonathan (eds). "Identity". London: Lawrence & Wishart.
Herzfeld, M. 1979. Exploring a Metaphor of Exposure. Journal of American Folklore. (92), 285-30.
Ours once more: Folklore Ideology and the making of Modern Greece. Austin: University of Texas Press
1985. The Poetics of Manhood: Contest and Identity in a Cretan Mountain village. Princeton University Press.
1987. Anthropology through the looking-glass: Critical ethnography in the margins of Europe. Cambridge: Cambridge University Press.
1991. A Place in History: Social and Monumental Time in a Cretan Town. N. Jersey: Princeton University Press.
Jakobson, R. 1963. "Linguistics and Poetics". In Thomas A. Sebeok, ed., Style in Language, pp. 350 - 377. Cambridge, Mass.: MIT Press.
Rumsey, A. 1990. Wording, Meaning, and Linguistic Ideology, In American Anthropologist, Vol. 92, No. 2, pp. 346 - 361.
Seeger, A. 1987. Why Suya Sing: A Musical Anthropology of an Amazonian People. Cambridge: Cambridge University Press.
Stokes, M. 1994. Ethnicity, Identity and Music: The Musical Construction of the Place. Oxford: Berg Publishers.
Turner, V. & E. Bruner, eds. !986. The Anthropology of Experience. Urbana: University of Illinois Press.
Vansina, J.1975. Oral Tradition: a study in historical methodology. London
Washabaugh, W. 1994. The flamenco body. Popular Music Vol. 13/1, pp. 75-90.
Williams, R. 1977. Marxism and Literature. Oxford: Oxford University press


Ελληνική Βιβλιογραφία
Δαμιανάκος, Σ. 1976. Η Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου. Αθήνα: Ερμειάς.
Ιωάννου, Γ. 1975. Ο καραγκιόζης. Αθήνα: Εκδοτική Ερμής Ε.Π.Ε.
Πετρόπουλος, Η. 1968. Ρεμπέτικα Τραγούδια: Αθήνα.
Ψυρούκης, Ν. 1988. Η Μικρασιάτικη Καταστροφή 1918 - 1923: Η Εγγύς Ανατολή μετά Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αθήνα: Επικαιρότητα Ο.Ε.
‘Η ΄Εξοδος’: Μαρτυρίες από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας. Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατκών Σπουδών.


Σμύρνη


















ΙΩΑΝΝΗΣ ΨΑΡΡΑΣ

Ιωάννης Ψάρρας

Η ηδονική νοσταλγία της θλίψης


Κοιτάζω μια φωτογραφία.
Είναι παρμένη από δορυφόρο.
Από ψηλά φαίνονται τα στενά του Ελλησπόντου.
Μένω για ώρα.
Να η χερσόνησος της Κυζίκου, τα νησιά, η Αλώνη, η Αφσιά, ο Μαρμαράς, η Κούταλις, η χερσόνησος της Καλλίπολης, η περιοχή της Τροίας, η Ίμβρος, η Τένεδος, η Σαμοθράκη, η Λήμνος.
Σκέφτομαι, νοώθω το ταξίδι.
Πάντα ναυτικοί,ταξιδευτές οι Κουταλιανοί, πήρανε ότι μπορούσανε το ’22 και με τα καίκια τους ήρτανε στη Λήμνο.
Πιο κοντά δε γινότανε.
Τόσο πολύ αγαπούσανε τον τόπο τους , που αν και τους προτείνανε τότε κι άλλες περιοχές για να εγκατασταθούν , οι δημογέροντές τους τις αρνήθηκαν.
Ορθά έπραξαν.
Δεν θα μπορούσαν να βρουν πιο φιλόξενη γη , από τη Λημνία Γη,αυτό το αγιόχωμα , που με τον καιρό έγινε το βάλσαμο για την καρδιά τους.
Θα πρέπει να μαζέψανε τις τελευταίες μπουγάδες,να σκουπίσανε τις αυλές και τις πεζούλες,να τραβίξανε τα κουρτινάκια να μη μπει την επαύριο ο μεσημετιανός ήλιος,πήρανε τα εικονίσματα, χώμα, μαζέψανε αχιβάδες ,χτένια και καλόγνωμες, ποτίσανε το βασιλικό,τον κουνίσανε με την παλάμη και κρατήσανε την ευωδιά του, νήψανε το πρόσωπό τους με θάλασσα, αρπάξανε τους μπόγους και τα σεντούκια και μπήκανε στα καίκια τους.
Περάσανε κοντά απ’ τον κάβο του Προφήτη Ηλιού,στην πρύμνη όλοι, ρίξανε τις τελευταίες ματιές, στα δίπατα ξύλινα αρχοντικά της παραλίας και μπήκανε στον Ελλήσποντο.

Θε νάρτω πάλι να σε διώ
και να σε πορπατίσω
στον αη-Λιά να πιω νερό
τη στάμνα να γιομίσω.


.........

Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν.
Έτυχε να ΄ναι τα χρόνια δίσεχτα¨
πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί¨
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει¨
το κυνήγι ήταν καλό στα χρόνια μου,
πήραν πολλούς τα σκάγια¨

Γιώργος Σεφέρης : ΚΙΧΛΗ, το σπίτι κοντά στη θάλασσα

Μεταφέρεται η θλίψη¨ με τον άνεμο. Από άτομο σε άτομο κι από γενιά σε γενιά.
Μεταφέρεται και ο νόστος της¨ σαν το μόνο σημαντικό γεγονός της ζωής.
Ηδονικά παραμένει κανείς στην νοσταλγία της.
Καθηλώνεται εκεί¨ γίνεται πέτρα.
Μέσω αυτής επιβεβαιώνει την ύπαρξή του. Η μνήμη ξέρει μόνον αυτή. Παραμένει σ’ αυτήν.
Ότι και να κάνει ένα άτομο ή ένα Έθνος από αυτήν εκκινεί, σ’ αυτήν έχει αναφορά.
Δεν την επεξεργάζεται όμως, δεν εμβαθύνει, δεν ψάχνει για τα αίτια, αποφεύγει τη μετωπική σύγκρουση μαζί της,την παραδοχή, το αναπόφευκτον μιας οδυνηρής αποκάλυψης.
Και γιατί να το κάνει;
Κι αν το κάνει τι άλλο πιό δυναμικό, πιό ιστορικό, πιό εντυπωσιακό θα έχει να βάλει στη θέση της;
Την πεζή καθημερινότητα
ή την επικίνδυνη και μη αναγνωρίσιμη εισροή της χαράς;
Χίλιες φορές αυτό που ξέρουμε, αυτό που μας δώσανε.
Έτσ’ τα βρήκαμε παιδάκι μ’, τι θες και τα σκαλίζ’ς;’, όπως μου έλεγε και η γιαγιά μ’ η Ειρήνη, η Μπαμπίνενα , που ‘χε ζήσει και τους δυό διωγμούς ,στο μικρό νησάκι της Κούταλης[όλο κι όλο 8 τ.χιλ] και που στον πρώτο την είχαν πάει μαζί με όλο το χωριό μέχρι μέσα στο Μιχαλίτσ’ και χάσανε μανάδες ,πατεράδες ,αδέλφια κι όσοι γυρίσανε ,πιάσανε πάλι από την αρχή ,να καθαρίζουνε τις πεζούλες, να καλαφατίζνε τα καίκια, να ασβεστώνουνε τα σπίτια.
Δεν τον πήραμε χαμπάρι εκείνον τον πρώτο το διωγμό.Νομίζαμε ότι μπόρα ήτανε και πέρασε.
‘Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ’ το, σου το χαρίζω¨
δες, είναι ξύλο λεμονιάς…’
Γιώργος Σεφέρης: ΚΙΧΛΗ, το ναυάγιο της ‘Κίχλης’


Μπορεί ακόμα και να έχουμε την ηδονική θλίψη ενός λαού που παραμένει νωχελικός νοσταλγώντας μια παιδική ηλικία- όσο οδυνηρή κι αν υπήρξε- αρνούμενος πεισματικά να αποταυτισθεί απ’ αυτήν. Αρνούμενος να ενηλικιωθεί, αποδεχόμενος το τέλος μιας πράξης και ενός θανάτου που έχει προ πολλού συντελεσθεί και την οποία τελετή αλαζονικά αποποιείται και επιδεικτικά αρνιέται να παρευρεθεί, θρηνώντας γοερά και ομαδικά το τετελεσμένον,επιμένοντας έτσι στον κατακερματισμό της ύπαρξης και στη μη σύνθεσή της.
( Για ένα άτομο και ένα Έθνος αυτή η παραμονή είναι το μέγα εμπόδιο και η μεγάλη καθυστέρηση στην κατάφαση της ζωής.)
Η μη αποφασιστική ατομική και συλλογική επεξεργασία και ο ενσυνείδητος απεγκλωβισμός από την ηδονική αυτάρεσκη και αυνανιστική παραμονή στη θλίψη είναι –δυστυχώς- η σύγχρονη μεγάλη ιδέα ( πλάνη ) του γένους των Ελλήνων.Και αυτή η βαθιά πληγή,η βαθιά λύπη, η πίκρα έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνον με το κορυφαίο γεγονός της σύγχρονής μας ιστορίας , τη Μικρασιατική καταστροφή ή τον Ξεριζωμό.Εγώ έτσι τον λέω.Αυτό το ΞΕ μπροστά απ’ τη ρίζα, τα λέει όλα.Όσο ψιλό, όσο δυνατό όσο όμορφο κι αν είναι το πλατάνι, η βελανιδιά, το κυπαρίσσι, δίχως τη ρίζα, χωρίς τα γονιμοποιά στοιχεία του χώματος, μαραζώνει.
Χρειαζόμαστε ,ως άτομα και ως ‘Εθνος, άμεσα να κοιτάξουμε αυτή τη ρίζα μας, όχι γεωγραφικά πια, αλλά στον τόπο μέσα μας, στην καρδιά μας, στα νεύρα μας, στο αίμα μας ,να βρούμε αυτή τη ρίζα της πίκρας, να προσ-φύγουμε εκεί, προσ-φυγες εμείς ,αγκαλιάζοντας αυτή την πληγή και επουλώνοντάς την καταφάσκοντας και αποδεχόμενοι τη θλίψη μας.
Είναι επιτακτική η ανάγκη να σταματήσει η επέλαση προς τα ανατολικά της λύπης μας και θαρραλέα να επαναστατήσουμε ενάντια σε μια νοσταλγία που μας καθηλώνει τόσο στις μεταξύ μας σχέσεις, όσο και στην ευφυία μας, τη δημιουργικότητά μας, μας κλείνει την καρδιά και μας αφήνει έξω από την επικείμενη εισροή της ζωής.
Μπορούμε να μετουσιώσουμε αυτή την οδύνη ,γιατί αυτή η οδύνη έχει κατακρατήσει εντός μεγατόνους αγάπης, καλής θέλησης και αλληλεγγύης, που περιμένουν την ώρα και τη στιγμή για να εκδηλωθούν και να μας μεταμορφώσουν!.
( Η όλη εισήγηση έχει την υποσημείωση του κατεπείγοντος.)
Είναι θλιμμένο το Έθνος μας.
Βαθιά θλιμμένο, μ’ ένα μελαγχολικό, χρόνιο πένθος.
Η αποδοχή και η επιμελής επεξεργασία της θλίψης μας: ιαματική.
Η παραμονή μας στην ηδονική νοσταλγία της: μια νέα ( ψυχολογική ) Μικρασιατική καταστροφή.
Η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φως¨
Γιώργος Σεφέρης: ΚΙΧΛΗ, το φως














ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΙΜΗΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΣΣΑ ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΠΛΑΚΕΤΑΣ ΣΤΟΝ ΕΠΙΖΩΝΤΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ ΠΑΤΕΡΑΚΗ



«Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον»
Από τον Επιτάφιο του Περικλέους


Στο Μικρασιάτη και Λήμνιο Στρατηγό

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ ΠΑΤΕΡΑΚΗ

με αγάπη σεβασμό και ευγνωμοσύνη

για την προσφορά του στη Λήμνο


ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΤΣΙΚΙΩΤΩΝ ΛΗΜΝΟΥ
2011









Μερικά στοιχεία από το ημερολόγιο του Στρατηγού Ελευθέριου Πατεράκη. (Τις πληροφορίες συνέλεξε ο Αριστείδης Τσοτρούδης)

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΠΑΤΕΡΑΚΗΣ

Πώς είδα τον κόσμο

Μικρά Ασία, Σεπτέμβριος 1922

Άρχισα να αποτυπώνω στη μνήμη μου τις εικόνες του εξωτερικού μου κόσμου σε ηλικία 4 ετών. Ήταν ένα πρωινό του Σεπτεμβρίου 1922, πριν βγει ο ήλιος, σχεδόν μισοσκόταδο, που έτρεχα φοβισμένος μέσα σε ένα αγρόκτημα, κρατώντας σφικτά τη φούστα της μάνας μου. Με κρατούσε από τον γιακά με το ένα χέρι της, με έσερνε, και με το άλλο κρατούσε αγκαλιά το μικρότερο αδελφό μου, τον Κώστα, 2 ετών. Μια στιγμή γύρισα πίσω το κεφάλι μου και είδα την πρώτη αποτρόπαιη εικόνα αυτού του κόσμου. Μαύρα σύννεφα καπνού ανακατεμένα με φλόγες σκέπαζαν το χωριό Ρεϊζντερέ και την πατρική μας κατοικία. Εικόνα τρομακτική και απειλητική, που με ενεργοποίησε – αν και παιδί 4 ετών – να διασωθώ. Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να θυμάμαι λεπτομερώς τα πάντα και την έχω έκτοτε αφετηρία σκέψης στις δύσκολές μου στιγμές.
Τότε αντιλήφθηκα ότι μας συνόδευαν ο πατέρας μου και οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί μου ο Σταύρος 13 ετών και ο Νικολής 10 ετών, με τους οποίους φθάσαμε στην κωμόπολη Αλάτσατα. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου Μενέλαος, έφυγε άγνωστο πού, για να αποφύγει τη σύλληψή του.
Εκεί οι Τούρκοι πήρανε τον πατέρα μου αιχμάλωτο μαζί με άλλους, τους οδήγησαν στα βάθη της Ανατολής και έκτοτε για δύο χρόνια η τύχη του αγνοείτο.
Τα τέσσερα παιδιά με προστάτη τη μάνα μας, οδηγηθήκαμε στον Τσεσμέ (Κρήνη), όπου μείναμε μέσα στην εκκλησία με τους άλλους συγχωριανούς του Ρεϊζντερέ. Μετά από λλίγες μέρες μεταφερθήκαμε στη Χίο, όπου μείναμε σσε μια μεγάλη αποθήκη με τους συγχωριανούς μας.

Πρόσφυγες στη Χίο

Η μητέρα μου αγωνιούσε να πληροφορηθεί για το μεγαλύτερο αδελφό μου Μενέλαο, 18 ετών, που επιχείρησαν, διωκόμενοι από τους Τούρκους να τους συλλάβουν, με τον εξάδερφό μας Γιώργο Χατζηθεοδώρου, κολυμπώντας από τον Τσεσμέ, να φτάσουν στη Χίο.
Δεν είχαν ακόμα στεγνώσει από τα μάτια της μητέρας μου τα δάκρυα από την είδηση ότι σκοτώθηκε στον Σαγγάριο τον Αύγουστο του 1921, ο μεγαλύτερος αδερφός μου ο Γιώργος, 21 ετών.
Η πικρή είδηση για την τύχη του Μενέλαου, δόθηκε από τον εξάδερφό μας, που κολυμπούσαν μαζί. Έφτασαν σε μικρή απόσταση από τη στεριά της Χίου, αλλά είχαν εξαντληθεί. Ο Μενέλαος σε μικρή μεταξύ τους απόσταση, έβγαλε με κόπο το χέρι του από τη θάλασσα και τον αποχαιρέτησε…Ο Μενέλαος πνίγηκε.
…Στη Χίο μείναμε 6 μήνες μέσα σε άθλιες προσφυγικές συνθήκες. Η μητέρα μου έκλαιγε και εκινείτο διαρκώς.
Μια μέρα πήρε το Νικολή και μένα και πήγαμε σε μια ακρογιαλιά. Κάθισε στην άμμο, έβγαλε ένα κύπελλο και ένα μικρό κερί, στερέωσε το κερί με άμμο στο κύπελλο και το άναψε. Ήταν η πρώτη φορά που την άκουσα να μοιρολογεί με πνιγμένη φωνή. Σκούπισε τα μάτια της και φύγαμε, αφήνοντας το μικρό κερί με τη φλόγα του, που δεν την ξέχασα ποτέ, όπως και τις αποτρόπαιες φωτιές του φλεγόμενου χωριού μου.
…Το 1914 στην πρώτη ανταλλαγή πληθυσμών εγκατασταθήκαμε στη Λήμνο φεύγοντας από το Ρεϊζντερέ.
…Το 1918 γεννήθηκα στην ελεύθερη Λήμνο.
…Το 1919, όταν πήγε ο Ελληνιικός Στρατός στη Σμύρνη, επιστρέψαμε στο Ρεϊζντερέ. Το 1922, ξαναφύγαμε.

Από τη Χίο στη Λήμνο

Μια νύχτα του Απριλίου του 1923, αποβιβαστήκαμε με βάρκες, από ένα πλοίο, μπροστά στο Λιμεναρχείο του Κάστρου. Την επομένη θα ερχόταν να μας πάρει και να μας φιλοξενήσει μια οικογένεια. Κοντά στο Λιμεναρχείο υπήρχε ένα καρνάγιο και εμείς κοιμηθήκαμε όλοι μαζί κάτω από ένα επισκευαζόμενο καΐκι. Το πρωί η μητέρα και οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί μου ξύπνησαν νωρίς και εμένα με τον Κώστα, μας ξύπνησαν αργά, όταν ήρθαν να μας πάρουν. Εγώ ξαφνιασμένος χτύπησα το κεφάλι μου στην καρίνα του καϊκιού και κόλλησαν τα μαλλιά μου στην πίσσα, με την οποία το επισκεύαζαν. Η μητέρα μου προσπάθησε με ένα μεταλλικό τσέρκι, που βρήκε και με λίγα μαλλιά που άφησε στο καΐκι, να με ελευθερώσει.
Δυο βοϊδόκαρα με γελαστούς και ευχάριστους κεχαγιάδες με τις γούνες τους από δέρματα προβάτων, που τους έβλεπα σαν εικόνες Αγίων της εκκλησίας, ο Πατσάς και ο Πανέρας, μας πήραν προστατευτικά κοντά τους, σαν γονείς, τον Κώστα και εμένα. Φτάσαμε στο Κοντοβράκι όπου είχαν τα αγροκτήματά τους, περίπου το απόγευμα. Ο Τούρκος πασάς που ήταν ακόμη στη Λήμνο, παρεχώρησε στην οικογένειά μας την κατοικία του φύλακά του, όπου εγκατασταθήκαμε.

Η ζωή μας στη Λήμνο

Ήταν η πρώτη καλύτερη μέρα, χωρίς την αγωνία του φόβου και τις στερήσεις των επτά προηγούμενων μηνών, από την 22α Σεπτεμβρίου 1922.
Η μητέρα μου μας έπλυνε σε μια πηγή στο ρέμα, με ένα χόρτο που έβγαζε αφρό σαν σαπούνι και όταν πήγαμε στη νέα μας κατοικία ο κεχαγιάς ο Πατσάς, που μας έφερε από το Κάστρο, μας έβαλε πάνω σε ένα χαμηλό τραπέζι φαγητού (σοφράς), ένα ψωμί, τυρί και λίγα αυγά βρασμένα. Θα σας φέρω μας είπε και γάλα για τα παιδιά. Περιμέναμε και ήρθε σε λίγο με ένα μεγάλο ευρύστομο ξύλινο κάδο, γεμάτο γάλα με αφρό μέχρι επάνω που ξεχείλιζε. Κάλεσε εμένα και τον Κώστα να πιούμε. Ήταν μια από τις ευχάριστες στιγμές της παιδικής μου ηλικίας, που δεν ξέχασα ποτέ. Δεν υπήρχαν βέβαια κύπελλα και βυθίσαμε μέσα στο γάλα σχεδόν το μισό μας πρόσωπο, με ενδιάμεσες αναπνοές. Ο φιλόξενος κεχαγιάς δεν έκρυβε τη συγκίνησή του και την ικανοποίησή του για τη χαρά που μας έδινε….









Φωτογραφίες εκδήλωσης

Θόδωρος Μπελίτσος, Σταύρος Τραγάρας


Παντελής Χατζηχαραλάμπους, Κυριάκος Πανταβός, Δημήτρης Ντελής


Παντελής Χατζηχαραλάμπους, Κυριάκος Πανταβός, Δημήτρης Ντελής, Αντώνης Κοπανάκης, Εύη Πέππα, Νίκος Τραγάρας


Γιάννης και Νούλα Κωμάκη


Τα αδέλφια Βαΐτσα και Παναγιώτης Κάντζος


Κυριάκος Πανταβός - Κώστας Μισετζής


Στο μπουφέ για ένα αναψυκτικό


Οι συμμαθητές: Θόδωρος Χαριτάκης, Σταύρος Τραγάρας, Σοφία Δασκαλάκη


Κώστας Κοντέλλης, Θόδωρος Χαριτάκης, Σταύρος Τραγάρας


Γιώργος Τσιμουρής, θόδωρος Μπελίτσος


Νίκος Βλαχόπουλος


Η εκδήλωση μόλις έχει τελειώσει


Απόδοση τιμητικής πλακέτας στον γιο του Ελευθέριου Πατεράκη, Γιάννη Πατεράκη


Το πάνελ των ομιλητών


Διακρίνονται η κα Καραμαλούδη, ο Γιάννης και η Αφροδίτη Πατεράκη, ο Νίκος Παπανικολάου


Ευτυχία Κτιστάκη - Τραγάρα, Όλγα Γκίκα - Παναγιώτου, Αρετή Τραγάρα


Κώστας Γιαννέρης, κα Καραμαλούδη, Γιάννης Πατεράκης, Αφροδίτη Πατεράκη, Νίκος Παπανικολάου


Νίκος Τραγάρας, Αρετή Τραγάρα, Κωνσταντίνα Τσοτρούδη, Όλγα Γιαννέρη


Αντώνης Καραγιάννης, κα Πλιάτσικα


Βασίλης Μπουδρός


Φανή Ντινενή, Βασίλης Λούγκλος


Διακρίνεται η Νίτσα Δώρα


Αντώνης Κοπανάκης


Ατσική Λήμνου. Το μνημείο των πεσόντων Λημνίων στη μάχη του Σκρα


Ο Αριστείδης Τσοτρούδης στο βήμα


Διαφάνεια εκδήλωσης


Ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε διαφάνεια


Σαράντος, Φλώρα, Στέλιος και Νίκος Χλαχλάς, Νίκος Βλαχόπουλος


Σαράντος Χλαχλάς, με το γιο του Νίκο


Ο Βενιζέλος με το Γάλλο στρατηγό Σαράιγ, σε διαφάνεια


Σε πρώτο πλάνο ο σεβαστός δάσκαλος Λεωνίδας Βελιαρούτης


Διακρίνονται ο Χρήστος Λεκάνης και ο Κώστας Καβαλέρος