Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΤΣΙΚΙΩΤΩΝ Νο 1

Η ΑΤΣΙΚΗ ΛΗΜΝΟΥ ΤΙΜΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ
Παναγιώτη Χαρανή, βυζαντινολόγο
Τάσο Καψιδέλη,φιλόλογο
Γιάννη Φωτιάδη, γλύπτη


Ξενοδοχείο «ΤΙΤΑΝΙΑ»

18 Μαΐου 2005 Ώρα 20.30








ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΤΣΙΚΙΩΤΩΝ ΛΗΜΝΟΥ







Εισαγωγή στην εκδήλωση

Σταύρος Τραγάρας


Αγαπητοί συμπατριώτες, αγαπημένα αδέλφια της Λήμνου, αγαπητοί φίλοι του Συλλόγου Ατσικιωτών και φίλοι της Λήμνου
Εκ μέρους του Δ.Σ. του Συλλόγου Ατσικιωτών σας καλωσορίζω στη σημερινή μας λαμπρή εκδήλωση και σας ευχαριστώ για την παρουσία σας.
Σήμερα τιμούμε τρία εκλεκτά τέκνα της Ατσικής και της Λήμνου, που με το έργο τους έγραψαν ιστορία και οι οποίοι δυστυχώς δεν ευρίσκονται πια εν ζωή. Τον βυζαντινολόγο Παναγιώτη Χαρανή, το φιλόλογο Τάσο Καψιδέλη και το γλύπτη, πελεκάνο όπως τους έλεγαν τους γλύπτες οι Λημνιοί, Γιάννη Φωτιάδη.
Τη σημερινή μας εκδήλωση τιμούν με την παρουσία τους – και αισθανόμαστε πραγματικά ιδιαίτερη την τιμή – η σύζυγος του Τάσου Καψιδέλη κυρία Ελευθερία Καψιδέλη, η θυγατέρα του Παναγιώτη Χαρανή κυρία Αλεξάνδρα Χαρανή, η οποία ήρθε για την εκδήλωση από τη Θεσσαλονίκη, και ο εγγονός του Γιάννη Φωτιάδη κύριος Γιάννης Φωτιάδης.
Το Δήμο Ατσικής εκπροσωπεί ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Ατσικής κύριος Στέλιος Μαυριδόγλου. Τιμά την εκδήλωσή μας με την παρουσία του επίσης, ο Πρόεδρος της ομοσπονδίας Λημνιακών Συλλόγων κύριος Μανόλης Χατζόγλου. Μας τιμούν επίσης με την παρουσία τους μέλη των Συλλόγων της Λήμνου και πνευματικές προσωπικότητες της Λήμνου και τους ευχαριστώ θερμά.
Θέλω επίσης να ευχαριστήσω θερμά τα μέλη του Δ.Σ του Συλλόγου για την άοκνη προσπάθειά τους, ώστε να πραγματοποιηθεί επιτυχώς η εκδήλωση, δηλαδή τους Βασίλη Λούγκλο, Νίκο Αρχοντίδη, Δημήτρη Τσουβελεκάκη, Χαράλαμπο Μανωλούκο, Κώστα Γιαννέρη, Νίκο Βλαχόπουλο, Γιώργο Κυράνη, Δέσποινα Βασιλάρα, Ελένη Μισετζή.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες απευθύνω στον κύριο Θεόδωρο Μπελίτσο, ο οποίος ουσιαστικά ήταν εκείνος που μας γνώρισε μέσα από τα γραπτά του τον Παναγιώτη Χαρανή. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο Παναγιώτης Χαρανής, λόγω και της μετριοφροσύνης και της σεμνής παρουσίας, που τον διέκρινε, ήταν σχεδόν άγνωστος στους Ατσικιώτες
Και οι τρεις τιμώμενοι απόψε, ήταν άνθρωποι λαϊκής καταγωγής, από φτωχές οικογένειες. Παρέμειναν δε μέχρι το θάνατό τους απλοί και λαϊκοί, σεμνοί και μετρημένοι, δίχως την παραμικρή έπαρση. Το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν η εντιμότητα και το υψηλό αίσθημα ευθύνης. Οι δύο, Χαρανής και Καψιδέλης, ήταν ορφανοί από πατέρα από μικρά παιδιά. Ο Χαρανής και ο Φωτιάδης ήταν καλοκάγαθοι και δοτικοί, ο Καψιδέλης πιο αυστηρός, αλλά το ίδιο προσεγγίσιμος.
Ο Φωτιάδης είχε Μικρασιατική καταγωγή. Ήρθε στη Λήμνο για δουλειά και έκτοτε δεν την εγκατέλειψε ποτέ, κάνοντάς την δεύτερη πατρίδα του, ζώντας μόνιμα στην Ατσική. Δεν τον ξέραμε ως Φωτιάδη, αλλά ως Μαστρογιάννη. Όλοι τον φώναζαν και τον ήξεραν σαν Μαστρογιάννη. Ήταν μια φιγούρα συμπαθητική, ένας ακάματος παππούς, που συνέχεια δούλευε στο εργαστήριό του, που ήταν μπροστά από το σπίτι του. Αυτό το εργαστήριο έχει κατεδαφιστεί και δεν υπάρχει πλέον. Ήταν μια σχετικά πρόχειρη κατασκευή, περιστοιχισμένη από πλήθος μαρμάρων και γρανιτών και γλυπτών έργων, άλλων τελειωμένων, άλλων ατέλειωτων. Ήταν κοντά στο πατρικό μου σπίτι και ως παιδιά πηγαίναμε συχνά και παρακολουθούσαμε το Μαστρογιάννη, που από το πρωί ως το βράδυ χτυπούσε με τα καλέμια του τις τεράστιες πέτρες. Αυτός δεν μας έδιωχνε ποτέ. Παρ’ όλο που ήταν αναγνωρισμένος τεχνίτης και είχε την παραδοχή όλων για την αξία του, εμείς σαν παιδιά τον βλέπαμε μάλλον σαν ένα οικείο πρόσωπο και όχι σαν ένα καλλιτέχνη τεράστιας αξίας, που πραγματικά ήταν. Από τότε ξέραμε πάντως ότι το καμπαναριό της Ατσικής, που φάνταζε στα παιδικά μας μάτια, κάτι σαν τον πύργο του Άιφελ, ήταν έργο δικό του, αφού το είχαμε ακούσει από τους γονείς μας, αναφορά που πάντα συνοδευόταν από θαυμασμό. Ο Φωτιάδης ήταν ένας μεγάλος καλλιτέχνης, που μάλλον θεωρούσε ότι ήταν απλώς ένας καλός τεχνίτης. Τα στοιχεία για τη ζωή του, που θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια της εκδήλωσης, τα συνέλεξα από τη διήγηση της νύφης του, γυναίκας του πεθαμένου από πολλά χρόνια μοναχογιού του, όταν πήγα και τη συνάντησα στο σπίτι της στη Μύρινα, αλλά και από μαρτυρίες Ατσικιωτών.
Ο Χαρανής ερχόταν στην Ατσική κατά αραιά διαστήματα, κυρίως τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Προσωπικά δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτόν, ώσπου διάβασα τα γραπτά του Θόδωρου Μπελίτσου, αμφιβάλλω δε κι αν άλλοι Ατσικιώτες ήξεραν ακριβώς ή περίπου την αξία του και το έργο του. Τον είχα δει μερικές φορές στην πλατεία το καλοκαίρι, μου είχαν πει δε ότι είναι ένας Αμερικάνος καθηγητής. Θεώρησα ότι ήταν καθηγητής σε κάποιο γυμνάσιο της Αμερικής. Μάλλον δεν μιλούσε για τον εαυτό του, γιατί και άνθρωποι που σχετίζονταν κάπως μαζί του, όπως οι ψαράδες του Αγιαρμόλα, ή άλλοι που σύχναζαν στον Αγιαρμόλα, δεν γνώριζαν πόσο σημαντικός ήταν. Ο Χαρανής είναι μια περίπτωση, πολύ σπάνια, αφού έφυγε παιδί ακόμα και μάλιστα ορφανό για την Αμερική, για να επιβιώσει και κατόρθωσε να ανέβει από την «τάξη ευκαιρίας» στο γυμνάσιο, σταδιακά με σκληρότατη προσπάθεια, στο ανώτατο ακαδημαϊκό αξίωμα του καθηγητή βυζαντινολόγου στο Πανεπιστήμιο του Rutgers, με μεγάλη μάλιστα διεθνή αναγνώριση. Σε εποχές πολύ δύσκολες, γνωρίζοντας τον φοβερό ρατσισμό, που επικρατούσε τότε στην Αμερική.
Τον Καψιδέλη τον έζησαν πολλοί μαθητές του, αφού ήταν καθηγητής για αρκετά χρόνια στη Μύρινα. Ήταν τόσο ευθύς, που οι μαθητές του, του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «τορπίλας». Το έργο του «Η Λήμνος στον αγώνα του 1821» είναι ένα πολύ σημαντικό έργο, για το οποίο πραγματοποίησε σοβαρή έρευνα, φέρνοντας στην επιφάνεια καλά κρυμμένα ιστορικά στοιχεία, μέχρι τότε παντελώς άγνωστα, που χωρίς αυτόν μάλλον ποτέ δεν θα γίνονταν γνωστά. Όμως σας αφήνω να παρακολουθήσουμε τη μαγική πορεία αυτών των τριών αξιόλογων ανθρώπων.












Ω σχήμα πέτρας δίπυλον

Από την ποιητική συλλογή «Επί πτερύγων ανέμων» της Μαρίας Λαμπαδαρίδου – Πόθου

Στάθηκα τη σχισμή της πέτρας δίπυλης
Όπου κοιμάται η φωνή του Φιλοκτήτη
Και κραδαίνει τον άνεμο απαπαπαί
Με το χειρόγραφο του Σοφοκλή σκισμένο
Και τα κύματα να μπαίνουν στη σπηλιά
Ακτή μεν ήδε της περιρρύτου χθονός

Κοίταξα προς τη θάλασσα
Πόντος αυλακωμένος από σώματα αλαβάστρινα
Και κεφάλια θεών στεφανωμένα
Κι ο χρόνος να παίζει μαζί μου κρύπτες
Από κρύσταλλα μνήμης αιωρούμενα
πάνω απ’ τους αιώνες σαν σταλαχτίτες

Εκείνη έκλαψε
Η κορυφαία του χορού
Καθώς άγγιξε την πέτρα λεία και τα δάχτυλά του επάνω
Μια αφή από βόγκο και άκεα χλωρά

Και άγγιξε τα χειρόγραφα που κείτονταν στα πόδια της
Χαίρ’ ω Λήμνου πέδον αμφίαλον.

Κι εκείνος ο κορυφαίος του χορού
Με τη λευκή γενειάδα και το μάτι
Αρχαίο ήλεκτρο
Ιριδωμένο από άγνωστα ρήματα
Επαναλάμβανε ατέλειωτα την ερημία σε σχήμα
Πέτρας δίπυλον.

Κοίταξα το τοπίο έρημο
Σταματημένο καταμεσής στους αιώνες
Με το χρόνο παγιδευμένο όπως πουλί ιερό
Στην εγκοπή της πέτρας δίπυλης.













ΤΑΣΟΣ ΚΑΨΙΔΕΛΗΣ (φιλόλογος)

Νίκος Αρχοντίδης


Ο Τάσος Καψιδέλης γεννήθηκε στην Ατσική της Λήμνου στις 13 Μαρτίου του 1913 και πέθανε στην Αθήνα στις 25 Μαρτίου του 1987 σε ηλικία 74 ετών. Ετάφη στο Β’ νεκροταφείο της Αθήνας. Έχει γίνει μετακομιδή των οστών του στον οικογενειακό του τάφο στο νεκροταφείο Ατσικής, σύμφωνα με την επιθυμία του. Ο πατέρας του ονομαζόταν Δημήτριος και η μητέρα του Χαριστούλα και ήταν γεωργοί. Είχε τέσσερα αδέλφια, την Ευγενία (σύζυγο Νικολάου Πανέρα), τον Κωνσταντίνο (πέθανε πολύ νέος από φυματίωση, τη μάστιγα εκείνης της εποχής), τη Μάλαμα (σύζυγο Απόστολου Βέργου από τα Σβέρδια, σημερινή Δάφνη) και την Αγγέλα (σύζυγο του συγχωριανού μας Δημήτρη Πανέλα, ο οποίος έπαιζε και θαυμάσιο σαντούρι). Από τα αδέρφια του κανένα πλην της Μάλαμας του Βέργου δεν παρέμεινε στο χωριό μας και κανένα από τα παιδιά τους.
Τα παιδικά χρόνια του Τάσου Καψιδέλη ήταν φτωχά και ταλαιπωρημένα, γιατί ορφάνεψε πολύ μικρός λόγω του θανάτου του πατέρα του. Ακόμα πιο δύσκολα όμως ήταν τα φοιτητικά του χρόνια. Γιατί αν η ζωή ήταν δύσκολη στο χωριό, φαντασθείτε πόσο δύσκολη ήταν στην τότε Αθήνα για ένα φτωχό φοιτητή από ένα απομακρυσμένο νησί, ορφανό από πατέρα και με τόσα αδέλφια που ήθελαν τα ίδια υποστήριξη. Ο Τάσος Καψιδέλης φοίτησε στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πήρε πτυχίο της Φιλοσοφικής Σχολής το 1936.

Ο Τάσος Καψιδέλης ως φοιτητής.


Παρέμεινε αδιόριστος πάνω από δέκα χρόνια συνεχίζοντας να περνά πολύ δύσκολα. Τελικά προσλήφθηκε στο Δημόσιο και διορίστηκε το 1948 στις Σέρρες στο Γυμνάσιο Νέας Ζίχνης, ως καθηγητής φιλόλογος. Στη συνέχεια υπηρέτησε στην Αθήνα (8ο Γυμνάσιο), στην Αμάρυνθο της Εύβοιας και στη Λήμνο ως Λυκειάρχης στο Λύκειο Μύρινας. Σαν καθηγητής διακρίθηκε για το ήθος, την ευσυνειδησία του, την αμεροληψία του, τη συνέπεια και το πάθος του για τη σωστή διαπαιδαγώγηση των μαθητών του. Κέρδισε έτσι το σεβασμό των μαθητών του και την εκτίμηση των γονιών τους αλλά και την εκτίμηση των συναδέλφων του σε όλες τις τοπικές κοινωνίες όπου υπηρέτησε.

Ο Τάσος Καψιδέλης στο γραφείο του


Ο Τάσος Καψιδέλης παντρεύτηκε την Ατσικιώτισσα Ελευθερία Αρχοντίδου το 1948. Η κυρία Ελευθερία μας τιμά απόψε με την παρουσία της. Η Ελευθερία Αρχοντίδου του Ιωάννου και της Πηνελόπης είχε 6 αδέλφια, (η ίδια ήταν το στερνοπαίδι της οικογένειας), τα οποία δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή. Ο Τάσος Καψιδέλης δεν απέκτησε παιδιά από το γάμο του, γεγονός που μαζί με τον πρόωρο θάνατο του αδερφού του ήταν οι δύο μεγάλοι καημοί της ζωής του.

Το σπίτι του Τάσου Καψιδέλη στην Ατσική. (Φωτο. Σταύρος Τραγάρας)


Ο Τάσος Καψιδέλης είχε ένα φοβερό πάθος, τη Λήμνο. Όλο το είναι του ήταν η Λήμνος και όσα την αφορούσαν. Έγραψε 4 βιβλία, όλα για τη Λήμνο. Το πρώτο επιγράφεται «Η απελευθέρωσις της Λήμνου» και το εξέδωσε μόνος του το 1969, είναι δε αφιερωμένο στη μνήμη των ελευθερωτών της Λήμνου, Παύλου Κουντουριώτη και Ιωάννη Κονταράτου. Το δεύτερο βιβλίο ονομάζεται «Η Λήμνος επί Φραγκοκρατίας – Τουρκοκρατίας και η θρυλική Μαρούλα». Εκδόθηκε το 1971 από τις εκδόσεις «ΔΙΠΤΥΧΟ» του Γ. Βασδέκη και αφιερώνεται στη σύζυγό του, όπως ακριβώς αναφέρει, «στην εξαίρετη σύντροφο της ζωής μου Ελευθερία». Το τρίτο βιβλίο είναι το: «Η Λήμνος από τα πανάρχαια χρόνια έως σήμερα. Ιστορία – γεωγραφία – λαογραφία – μυθολογία – αρχαιολογία – περιήγηση». Αυτό γράφηκε σε συνεργασία με τον Λήμνιο φιλόλογο και συγγραφέα Σίμο Κομνηνό, καταγόμενο από το Κοντοπούλι. Εκδόθηκε το 1982 από τις εκδόσεις «ΔΙΠΤΥΧΟ» και είναι αφιερωμένο «Σε όσους αγαπούν τη Λήμνο, το νησί του Ηφαίστου, σε κείνους που αγωνίζονται για την προκοπή της, στους ακρίτες που με το όπλο στο χέρι υπερασπίζονται τα χώματά της». Το τέταρτο βιβλίο του και το σημαντικότερο, γιατί είναι ένα βιβλίο κοπιώδους, μακροχρόνιας και ενδελεχούς έρευνας, είναι «Η Λήμνος στον αγώνα του 1821». Εκδόθηκε από το Σύλλογο προς διάδοδη ωφελίμων βιβλίων το 1986, λίγο πριν το θάνατο του Τάσου Καψιδέλη και είναι αφιερωμένο στα νιάτα της Λήμνου. Ο Τάσος Καψιδέλης μέσω του βιβλίου αυτού έφερε στο φως άγνωστα πρόσωπα και γεγονότα της εποχής εκείνης και αποκάλυψε ουσιαστικά τον άγνωστο ρόλο της Λήμνου στην εθνεγερσία του 1821. Ο Καψιδέλης με το βιβλίο αυτό λαμβάνει σημαντική θέση, στους όχι πολλούς εξ άλλου, ιστορικούς της Λήμνου.

Ο Τάσος Καψιδέλης σε σχολική γιορτή της 25ης Μαρτίου το έτος 1949 (Νέα Ζίχνη Σερρών)








Σύναξις

Από την ποιητική συλλογή «Γηγενές πυρ» του Ιωάννη Ψάρρα


Έρχεται κάποτε ο καιρός
που οι σιωπηλοί λαμβάνουν θέσεις.
Τότε εξακοντίζουν τα βέλη του Λόγου,
ελκύουν τις στρατιές των ποιητών
και όλα τα αγαθά έργα των αιώνων.
Αγρυπνία ψυχών συντελείται.
Και η Χρύση, Λευκή, Ανεμόεσσα,
Ληιονίς Αχειροποίητος,
τα τρυφερά της εδάφη προσφέρει για έδρανα.







Μαρτυρίες για τον Τάσο Καψιδέλη

Συλλογή Σταύρος Τραγάρας


Χαράλαμπος Μανωλούκος. Ο Τάσος Καψιδέλης ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου Ατσικιωτών Λήμνου, του Συλλόγου μας. Του προτείναμε την προεδρία του Συλλόγου, αλλά αυτός αρνήθηκε, για να προωθηθούν νέοι, όπως χαρακτηριστικά, είπε. Ήταν άνθρωπος σεμνός, με μεγάλη αγάπη για τους συνανθρώπους του, κυρίως για τη νέα γενιά. Αυτό ίσως οφείλετο στο ότι ήταν καθηγητής και σχετιζόταν ως εκ του επαγγέλματός του με νέα παιδιά.

Ελευθερία Καψιδέλη. Το τελευταίο του βιβλίο είχε πολύ μεγάλο αγώνα για να
τελειώσει. Επί χρόνια εργαζόταν ψάχνοντας σε διάφορα αρχεία και βιβλιοθήκες. Το δρομολόγιο σπίτι – Εθνική Βιβλιοθήκη ήταν καθημερινό. Συναντούσε μεγάλες δυσκολίες γιατί οι Λήμνιοι αγωνιστές του 21, που ήταν μακριά από τη Λήμνο, έκρυβαν τα ονόματά τους για λόγους ασφάλειας των συγγενών τους, που παρέμεναν στη Λήμνο. Έτσι πάρα πολλοί αγωνιστές Λημνιοί παρέμειναν άγνωστοι και δεν τους κατέγραψε κανείς. Όταν εκδόθηκε το τελευταίο βιβλίο του ήταν βαριά άρρωστος στο νοσοκομείο, γνωρίζοντας ότι το τέλος είναι κοντά. Κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος, του το έφερε. Ο Τάσος το πήρε στα χέρια του, το χάιδευε, το παρατηρούσε, το καμάρωνε, έκανε σαν μικρό παιδί από τη χαρά του. Ήταν από τις ευτυχέστερες μέρες της ζωής του εκείνη η μέρα. Τώρα μπορώ να πεθάνω, μου είπε.

Η κυρία Ελευθερία Καψιδέλη.(Φωτο. Σταύρος Τραγάρας)







Νίκος Αρχοντίδης. Ο Τάσος Καψιδέλης ήταν θείος μου από τη γυναίκα του, που είναι αδελφή του πατέρα μου. Εκείνα που μου έχουν μείνει στη μνήμη μου είναι το πόσο σοβαρός και συνεπής άνθρωπος ήταν, με μια αυστηρότητα που δεν σε απομάκρυνε όμως από κοντά του. Επίσης η φοβερή λατρεία που είχε για τη Λήμνο, το πόσο ήθελε να την αναδείξει και το πόσο περήφανος ήταν για την καταγωγή του. Και τέλος, η μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλε για να συγγράψει το τελευταίο του βιβλίο, αφού τα στοιχεία ήταν ελάχιστα.

Βαγγέλης Δασοπάτης. Είμαστε μαζί στ μετακπαίδευσ’ πριν απ’ τον πόλεμο. Κανονικά ο Τάσος ήνταν να γιν’ δόκιμος, αλλά επειδή ήνταν ορφανός βγήκε προστάτς και τον κάμαν λοχία και ήνταν διμοιρίτς. Είχαμ ένα λοχαγό, ένα αμόρφωτο στούρνο, που δε χώνευε τς μορφωμέν’ και δε χώνευε και τον Τάσο. Ο Τάσος δεν εκτέλιε τς ασκήσεις καλά, όχ’ ότι δεν ήνταν ικανός, αλλά δεν ήνταν βρε παιδί και πολύ τς στρατιωτικής, να πούμε. Το τι καψώνια τον έκαμνε μη ντα ρωτάς. Βλάχο τον ανέβαζε, βλάχο τον κατέβαζε, ποιος τώρα, ο λοχαγός σκατόβλαχος. Ο Τάσος μια μέρα ήρτε σε δύσκολο σημείο. Πήγαμ οι χωριανοί κοντά τ και τον πήκαμ να μην τον διν’ σημασία. Δεκεί που κουβεντιάζαμ μας είδε ο λοχαγός και πάλε είπε κατ για βλάχο και τέτοια. Τότε τον λέγω κι εγώ: «-Νάξερες με τι βλάχο εχ’ς να καν’ς, δε θα νέβγαζες τσιμδιά λαλιά». Σα να προμαζεύκιε κομμάτ ο λοχαγός, μια μέρα διέβαζε ένα χαρτί, εφημερίδα ήνταν τι ήνταν δε ξέρω. Είχαμ μαζωχτεί οι χωριανοί μαζί με τον Τάσο και κουβεντιάζαμ. «-Τι διεβάζ ο στούρνος βρε παιδιά» λεγ’ ο ένας. «-Τι να διεβάζ ο καψερός, σίγουρα θα κρατεί ανάποδα τν εφημερίδα ο μαύρος, για να δείξ ότι και καλά ξέρ ανάγνως. Κι άμα εχ’ κανένα καράβ η εφημερίδα θα νομίζ ότι γράφτ για ναυάγια εδιέτς π’ θα το γλέπ αναποδογυρζμένο». Ε, και πατούμε που λες κατ γέλια, γύρσε ο λοχαγός μας είδε που ουλ’ τον βλέπαμ, κατάλαβε ότι γελούσαμ για κειον.
«-Τι λέτε βρε και γιατί γελάτε;», μας λέγ’. «-Α, τίποτα κυρ λοχαγέ, για κάτ ναυάγια λέμε» τον απαντά ένας, και ξανασκάζομ στα γέλια. Ε από τότε δεν τον ξαναενόχλησε τον Τάσο.






Δοξαστικόν

Από το «Άξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη


Άξιον εστί το φως και η πρώτη
χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου
η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο
το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα
η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα
ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος
οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες
η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος.
Άξιο εστί το χέρι της Γοργόνας
που κρατά το τρικάταρτο σα να το σώζει
σα να το κάνει τάμα στους ανέμους
σα να λέει να τ’ αφήσει και πάλι όχι
ο μικρός ερωδιός της εκκλησίας
η εννιά το πρωί σαν περγαμόντο
ένα βότσαλο άπεφθο μέσα στο βάθος
τ’ ουρανού του γλαυκού φυτείες και στέγες
οι σημάντορες άνεμοι που ιερουργούνε
που σηκώνουν το πέλαγο σα Θεοτόκο
που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια
που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται
οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας
οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια
οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι
και του μαύρου καπνού το κηρύκειο
ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής
ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος
η Τραμουντάνα, η Όστρια
















ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΡΑΝΗΣ (Peter Charanis)
Ο πρύτανης των βυζαντινών σπουδών στις ΗΠΑ

Θεόδωρος Μπελίτσος


Μια ελάχιστα γνωστή προσωπικότητα των γραμμάτων, που κατάγεται από τη Λήμνο θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε σ’ αυτό το άρθρο. Πρόκειται για τον Π. Χαρανή, ένα σπουδαίο επιστήμονα, ο οποίος συνέβαλε όσο λίγοι στην ανάπτυξη των βυζαντινών σπουδών στα αμερικανικά πανεπιστήμια, όπου δίδαξε πάνω από 40 χρόνια, ως το 1976.
Ο Π. Χαρανής γεννήθηκε το 1908 στην Ατσική κι έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο του χωριού του. Στο δημοτικό σχολείο Ατσικής, το οποίο ήταν ένα από τα πιο καλά οργανωμένα της Λήμνου (από τα λίγα εξατάξια), δίδασκαν εκείνη την περίοδο (1912 – 1918) αξιόλογοι δάσκαλοι, όπως ο Εμμ. Ιωαννίδης από την Κρήτη, ο Μικρασιάτης Αγησίλαος Νικολαϊδης, η Μαρία Βαγιάνου από το Αϊβαλί, ο Νίκος Φωτιάδης από την Πόλη, ο Αργύριος Καβουρίδης από τα Καμίνια, ο Τριαντάφυλλος Παλαιολόγου (Αβαδέλλης) από τις Σαρδές και η Ηλιοφωτίστη Κακκιάδου από την Ατσική. Σ’ αυτούς οφείλει τις πρώτες γνώσεις ιστορίας ο Π. Χαρανής. Το 1920 η οικογένειά του μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου είχαν εγκατασταθεί πολλοί Ατσικιώτες από τα τέλη του 19ου αιώνα. Μάλιστα είχαν ιδρύσει και σύλλογο στη Ν. Υόρκη με την επωνυμία «Άγιος Γεώργιος», ο οποίος βοήθησε τόσο στην ανέγερση του σχολείου του χωριού όσο και στο κτίσιμο του εντυπωσιακού καμπαναριού της εκκλησίας του. Εκεί ο Παναγιώτης Χαρανής έγινε Peter Charanis «επί το αμερικανικότερον», όνομα με το οποίο έγινε γνωστός στους πανεπιστημιακούς κύκλους και στη βιβλιογραφία, με αποτέλεσμα σήμερα όσοι αγνοούν την καταγωγή του, να το μεταφράζουν στα ελληνικά ως Πέτρος Χαράνης, αλλοιώνοντας τόσο το βαφτιστικό όσο και το επώνυμό του.

Ο Παναγιώτης Χαρανής στο σπίτι του στην Αμερική


Στις ΗΠΑ, παρά τα αρχικά προβλήματα προσαρμογής, ο Π. Χαρανής κατάφερε να συμπληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές και να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο Rutgers την περίοδο 1927-1931. Στη συνέχεια κάνει μεταπτυχιακή έρευνα στο πανεπιστήμιο Madison Wisconsin για δυο χρόνια (1931-1935). Εκεί γνωρίζεται με το σπουδαίο Ρώσο βυζαντινολόγο Αλεξάντερ Βασίλιεφ, μια γνωριμία καθοριστική για το μέλλον του, αφού εκείνος τον παρακίνησε να ασχοληθεί με τη βυζαντινή ιστορία. Υπό την εποπτεία του Βασίλιεφ εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Εκκλησιαστική πολιτική του βυζαντινού αυτοκράτορα Αναστασίου Α’ του Δικόρου (491-518 μ.Χ.)», έργο το οποίο αργότερα εκδόθηκε σε βιβλίο από το πανεπιστήμιο Madison. Όμως οι βυζαντινές σπουδές ήταν ακόμα στα σπάργανα στις ΗΠΑ και ο Π. Χαρανής αναγκάζεται να αναζητήσει πνευματική τροφή στην Ευρώπη. Τη διετία 1936-38 έρχεται στις Βρυξέλλες, όπου κάνει μεταδιδακτορική έρευνα κοντά στο μεγάλο Βέλγο βυζαντινολόγο και ελληνιστή Henri Gregoire, με τον οποίο έκτοτε συνδέεται με μακροχρόνια φιλία. Στην Ευρώπη έχει την ευκαιρία να γνωριστεί και να συνεργαστεί και μ’ άλλους επιφανείς μεσαιωνολόγους, όπως τον Nicolas Adonz (αρμενολόγο) και τον Paul Wittek (τουρκολόγο). Το 1938 με πλούσιες γνώσεις και σημαντικό ερευνητικό έργο επιστρέφει στις ΗΠΑ, όπου γίνεται δεκτός ως διδάσκων στο πανεπιστήμιο Rutgers, όπου είχε σπουδάσει. Κατά την άφιξή του εκεί η βυζαντινή ιστορία ήταν άγνωστη, όπως άλλωστε στα περισσότερα αμερικανικά πανεπιστήμια. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος σε ένα άρθρο του “Τα περισσότερα μέλη του (ιστορικού) τμήματος δεν είχαν καν ακούσει ποτέ ότι είχε υπάρξει μια τέτοια αυτοκρατορία”.
Σαράντα χρόνια αργότερα, το 1976, όταν αποχωρούσε από το Rutgers, η βυζαντινή ιστορία αποτελούσε τον κεντρικό τομέα του πανεπιστημίου, το οποίο δεχόταν και μεταπτυχιακούς φοιτητές, ενώ οι βυζαντινές σπουδές είχαν επεκταθεί σε δεκάδες άλλα επιστημονικά ιδρύματα της χώρας αυτής. Σύντομα ο Παν. Χαρανής, χάρη στο συγγραφικό του έργο, αλλά και στη γλαφυρή και μεταδοτική διδασκαλία του, άρχισε να ανεβαίνει στην ιεραρχία του Πανεπιστημίου Rutgers, γινόμενος σταδιακά: Βοηθός το 1941, αναπληρωτής το 1946, τακτικός το 1949 και επίτιμος καθηγητής το 1963. Παράλληλα εργάστηκε ως επισκέπτης ερευνητής στο διάσημο ιστoρικό κέντρο Dumbarton Oaks της Washington, τις χρονιές 1944-46, 1956-57 και 1978-79. Με την καθοδήγησή του το Πανεπιστήμιο Rutgers άρχισε να μετατρέπεται σιγά-σιγά σε κέντρο βυζαντινών σπουδών με διεθνή φήμη. Πλήθος φοιτητών έρχονταν να παρακολουθήσουν τις παραδόσεις του σοφού Έλληνα. Όπως θυμούνται παλιοί φοιτητές του, είχε επιβλητική προσωπικότητα στην τάξη, δίδασκε με πάθος και δυναμισμό, με κάποια τάση επίδειξης και είχε εκπληκτική μεταδοτικότητα, ιδιότητες που τον έκαναν πολύ δημοφιλή στο φοιτητόκοσμο. Το 1957, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιό του, ξεκινά μια σειρά αυτοτελών εκδόσεων με το γενικό τίτλο: «Rutgers Byzantine Series», στην οποία παρουσιάζονται τόσο νέες ερευνητικές εργασίες, όσο και μεταφράσεις στ’ Αγγλικά παλιότερων έργων Ευρωπαίων ιστορικών.
Η φήμη του Χαρανή, ως P. Charanis πλέον, σύντομα ξεπερνά τις Η.Π.Α. και φτάνει στην Ευρώπη και φυσικά στην Ελλάδα. Ήδη από το 1953 δημοσιεύει μελέτες του στο περιοδικό ΕΛΛΗΝΙΚΑ της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών. Το 1963 εκδίδεται στη Λισσαβώνα η μελέτη του «Οι Αρμένιοι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία», η οποία μεταφράστηκε στα ελληνικά το 1992. Βιβλία του εκδίδονται επίσης στην Οξφόρδη το 1966 και στο Παρίσι το 1972, ενώ το 1974 εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη το έργο του «Εκκλησία και πολιτεία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία». Η αναζήτηση παλιότερων δημοσιευμένων εργασιών του (που ξεκινούν από το 1944) από τους Ευρωπαίους ερευνητές, έχει ως αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν σε δύο τόμους με το γενικό τίτλο «Διάφορα ανάτυπα», οι οποίοι εκδόθηκαν στο Λονδίνο, ο πρώτος το 1972 («Σπουδές για τη δημογραφία στη Βυζ. Αυτοκρατορία») κι ο δεύτερος το 1973 («Κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή στη Βυζ. Αυτοκρατορία»).
Το 1972 ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Επίσης, το ελληνικό κράτος του απονέμει το Παράσημο του Φοίνικα, για τη συμβολή του στην έρευνα της ελληνικής ιστορίας και στη διάδοση της ελληνικής ιστορικής έρευνας στο εξωτερικό. Η αξία των μελετών του είναι μεγάλη και διεθνώς αναγνωρισμένη. Απλά σημειώνουμε ότι πάνω από 25 εργασίες του αναφέρονται στη βιβλιογραφία της μνημειώδους «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών (βλ. τους σχετικούς με το Βυζάντιο τόμους Ζ’, Η’, Θ’).
Το 1976 σε ηλικία 71 ετών, αποχωρεί τιμώμενος από το Πανεπιστήμιο Rutgers, του οποίου αναγορεύεται ισόβιος επίτιμος διδάκτορας. Στη θέση του έχει φροντίσει να αφήσει Ελληνίδα διάδοχο, την Αγγελική Λαΐου-Θωμαδάκη, σήμερα καθηγήτρια στο Χάρβαρντ. Αυτή αναγνωρίζοντας την επιστημονική προσφορά του Παν. Χαρανή, το 1980 επιμελείται της έκδοσης του τιμητικού τόμου: «Essays in honor of Peter Charanis», στον οποίο πρώην φοιτητές του, συνάδελφοι και φίλοι του σκιαγραφούν την προσωπικότητα και περιγράφουν το έργο του. Πολλοί από αυτούς, ανάμεσά τους κι αρκετοί Έλληνες, αφού μαθήτευσαν κοντά του, συνεχίζουν το έργο του σε αμερικάνικα πανεπιστήμια, διαδίδοντας τις βυζαντινές σπουδές και κάνοντας παγκόσμια γνωστή την ελληνική ιστορία και το όνομα του τόπου μας.
Ο Παν. Χαρανής δεν ξέχασε την πατρίδα του, την Ατσική της Λήμνου. Βέβαια ερχόταν σπάνια στην Ελλάδα, αλλά συχνά έστελνε τη συνδρομή του για διάφορα έργα που γίνονταν στο χωριό του (σχολείο, εκκλησίες, κ.λ.π), προτιμώντας την ανωνυμία. Το όνομά του διακρίναμε μόνο σε μια σεμνή μαρμάρινη πλάκα, στο ξωκλήσι του Αγίου Ερμολάου, ανάμεσα στα ονόματα των δωρητών του μικρού ναού.

Η μαρμάρινη πλάκα που είναι εντοιχισμένη στον Άγιο Ερμόλαο με το όνομα του δωρητή Παναγιώτη Χαρανή (Φωτο. Σταύρος Τραγάρας)


Ο Παν. Χαρανής πέθανε στις 23 Μαρτίου 1985, σε ηλικία 80 ετών. Ο Παναγιώτης Χαρανής έχει μια θυγατέρα, την Αλεξάνδρα, καθηγήτρια Αγγλικής γλώσσας και ιστορίας της τέχνης, η οποία μένει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, αλλά έρχεται συχνά στη Λήμνο για διακοπές και ένα γιο τον Αντώνη, που είναι καθηγητής φυσικής και μένει μόνιμα στην Αμερική, που επίσης αγαπά τη Λήμνο και έρχεται συχνά.
Θα κλείσουμε αυτό το αφιέρωμα με τα λόγια του Αλέξη Γ. Κ. Σαββίδη, διδάκτορα βυζαντινής ιστορίας κι ερευνητή του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Σε εκτενές άρθρο του στην εφημερίδα Καθημερινή (φ. 30-4-1995,σ. 31), με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα ετών από το θάνατο του Παν. Χαρανή, έγραφε για το διαπρεπή Λημνιό βυζαντινολόγο, ότι υπήρξε: «Ιστορικός με καίρια προσφορά στους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ιστοριογραφίας με σειρά σημαντικών δημοσιευμάτων και με καθοριστική συμβολή στην καθιέρωση του μαθήματος της βυζαντινής ιστορίας και πολιτισμού στα αμερικάνικα πανεπιστήμια».

Η κόρη του Αλεξάνδρα έξω από το πατρικό σπίτι της στην Ατσική (Φωτο. Σταύρος Τραγάρας)












Ανεμόεσσα

Από την ποιητική συλλογή «Επί πτερύγων ανέμων», της Μαρίας Λαμπαδαρίδου – Πόθου


Σε είδα Λήμνος
Μαρμαρυγή από μνήμες που αναδεύονται
Μέσα στους σπόρους της γης σου
Εγώ που κοίμησα τους πόθους μου στο αίμα σου
Και σήκωσα μέσα το χώμα σου τη βουλιαγμένη γη μου
Μοναχός
Στάθηκα στην πρώρα του άστρου μου
Την εγκοσμιότητά μου περιφέροντας στα εφήμερα τοπία σου
Κύκλια κίνηση του αιώνιου.

Σε είδα Λήμνος
Των αιμάτων τη μοίρα να τυλίγεσαι
Και περήφανη το θάνατο να καταργείς
Όρθια πάνω στη χαίτη των κυμάτων
Ξανά και ξανά το θάνατο αναιρώντας
Κύκλια ανάβαση στης φυλής μου τη δόξα.






Λίγα λόγια για τη ζωή του Παναγιώτη Χαρανή

Αρετή Σ. Τραγάρα


Λόγω μη ύπαρξης αρχείων δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία γέννησής του, ο ίδιος όμως έλεγε ότι γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου του 1908, της Παναγίας δηλαδή, γι’ αυτό τον ονόμασαν Παναγιώτη. Άλλες αναφορές όμως τον θέλουν να γεννήθηκε το 1905. Τότε ήταν συχνό να αλλάζουν την χρονολογία γέννησής τους, για διάφορους λόγους. Ίσως ένας λόγος για τον Χαρανή, αν αληθεύει ότι γεννήθηκε το 1905, να ήταν το ότι άρχισε να σπουδάζει στην Αμερική, σχετικά μεγάλος. Γεννήθηκε στην Ατσική της Λήμνου. Ήταν το τρίτο παιδί μιας σχετικά φτωχής οικογένειας. Ο πατέρας του Γιώργος, πέθανε στα 1910. Ο μεγαλύτερος γιος πήγε στην Αμερική το 1912, ο δεύτερος έφυγε για Αμερική το 1915 και ο μικρότερος Παναγιώτης Χαρανής το 1920, φτάνοντας στις 30 Οκτωβρίου στους θείους του Γιάννη και Νικόλα Στρούμτσο (John and Nickolas Stroumtsos), στο New Brunswik, Jersey. Με την υποστήριξή τους άρχισε την αμερικανική εκπαίδευση. Στη Λήμνο είχε πάει μέχρι την 6η δημοτικού, αλλά επειδή έπρεπε να μάθει αγγλικά, στην Αμερική τον έβαλαν στη δευτέρα δημοτικού. Στο τέλος της χρονιάς, μπήκε σε μια «τάξη ευκαιρίας», που ήταν για παιδιά που είχαν μείνει πίσω σχολικά. Σε μισό χρόνο κατόρθωσε και μπήκε στο γυμνάσιο.
Τελειώνοντας το λύκειο στο New Brunswik, πήγε στο Rutgers University για τέσσερα χρόνια. Οι συγγενείς του τον υποστήριξαν όσο μπορούσαν οικονομικά, αλλά και ο ίδιος έκανε μικροδουλειές. Οι καθηγητές του τον θεωρούσαν ανώτερο φοιτητή. Το 1931 την άνοιξη, αποφοίτησε. Μετά το τέλος του διδακτορικού του, τον κράτησαν ένα επιπλέον χρόνο ως βοηθό. Ευκαιρίες δουλειάς ήταν λίγες για όλους, πόσο μάλλον για το Χαρανή, που τα εμπόδια ήταν περισσότερα. Συνεχώς έπρεπε να διαβεβαιώνει ότι έχει ξεπεράσει το μεταναστευτικό του παρελθόν, ότι μιλά τέλεια τα αγγλικά, ότι έχει «αμερικανοποιηθεί». Ένα Πανεπιστήμιο τον απέρριψε λέγοντας ότι δεν υπάρχουν θέσεις για Έλληνες ή για Εβραίους.
Το 1936 παίρνει υποτροφία από τη Βελγο-Αμερικανική εταιρεία και πάει για σπουδές στις Βρυξέλλες για δύο χρόνια. Εκεί γνωρίζει τον καθηγητή Gregoire, ταξιδεύει στην Ευρώπη, γνωρίζει τη γυναίκα του, Βελγίδα φοιτήτρια τότε, Madeleine Schilz. Άνθρωποι που τον επηρέασαν και στους οποίους οφείλει χρέος είναι:
Πρώτον, η Mrs Herbert, η δασκάλα του στην «τάξη ευκαιρίας» στο δημοτικό. Αυτή ήταν τόσο ευχαριστημένη με την πρόοδό του, που όταν μπήκε στο γυμνάσιο ο Χαρανής, σε μισό χρόνο, του έκανε δώρο ένα λευκό πουκάμισο, δώρο που ποτέ δε θα ξεχνούσε. Κράτησαν επαφή για όλη τους τη ζωή, θεωρώντας τον σαν γιο της. Ο Χαρανής θυμάται ότι όταν θα πήγαινε να σπουδάσει με το Vasilief, αυτή είχε στενοχωρηθεί, λέγοντάς του ότι με αυτόν θα γινόταν μπολσεβίκος.
Δεύτερο, η μητέρα του Χρυσάνθη. Γενικά στους συγγενείς του οφείλει πολλά, γιατί είχαν κατανόηση στην προσπάθειά του να σπουδάσει, αλλά και τον βοηθούσαν οικονομικά σε δύσκολους καιρούς. Αλλά στη μητέρα του εντοπίζει το πρώτο κίνητρο. Η μητέρα του, που ήταν αγράμματη, ήταν το μεγαλύτερο παιδί στην οικογένειά της και έπρεπε να βοηθήσει στην ανατροφή των αδελφιών της. Έτσι γινόταν τότε. Τα αδέλφια της, αγόρια, στάλθηκαν στο σχολείο, αλλά δεν πήγαν βέβαια πέραν του δημοτικού. Η μητέρα του, του πέρασε το πάθος και το σεβασμό στη μόρφωση. Όταν στάλθηκε ο Χαρανής στην Αμερική, ο λόγος ήταν να έχει μια οικονομική ευκαιρία. Αν και η μόρφωση ποτέ δεν ήταν ακριβώς στα σχέδιά του, ο Χαρανής ήταν πεπεισμένος ότι αυτή τον έστειλε με την ελπίδα ότι ένας από τους γιους της θα μορφωθεί. Η μητέρα του έμεινε στη Λήμνο μέχρι το 1930, οπότε πήγε στην Αμερική. Πέθανε το 1935 και μόλις κατόρθωσε να δει τον ακαδημαϊκό θρίαμβο του γιου της. Τη διδακτορική διατριβή του ο Χαρανής την αφιερώνει στη μητέρα του γράφοντας: «Στη μνήμη της μητέρας μου, που αρρώστησε την ίδια μέρα που έγινα διδάκτορας φιλοσοφίας στο Wisconcin», αναγνωρίζοντας επίσης την υποστήριξη των θείων του.
Ο Χαρανής πήγε στη Λήμνο δύο χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας του, την περίοδο των σπουδών του στον Gregoire, το 1937, 17 χρόνια αφού είχε φύγει ο ίδιος. Αρχικά ο Χαρανής ήθελε να γίνει δικηγόρος, αλλά μετά άλλαξε γνώμη. Από τα φοιτητικά του ήδη χρόνια είχε αποφασίσει να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα. Είχε σκεφθεί και τα μαθηματικά, αλλά το πραγματικό πάθος του ήταν η ιστορία. Ήδη από το Γυμνάσιο κέρδιζε στους διαγωνισμούς ιστορίας. Η πραγματική αιτία βέβαια ήταν η εθνική του συνείδηση. Θυμάται ότι από τη στιγμή που έμαθε αγγλικά, άρχισε να διαβάζει ελληνική ιστορία, ώστε να μάθει περισσότερα για την καταγωγή του. Στο Rutgers άρχισε να ανακαλύπτει τους βυζαντινούς. Ενοχλημένος από τις ήδη υπάρχουσες θεωρίες, ότι δηλαδή το ελληνικό στοιχείο είχε υποδουλωθεί στους Σλάβους κατά το μεσαίωνα και ότι δεν είχε και μεγάλη σχέση με τους αρχαίους Έλληνες, κατά το διάσημο ιστορικό Fallmerayer, μη βρίσκοντας ικανοποιητικές άλλες πηγές πληροφοριών και ενοχλημένος επίσης από την αδιαφορία με την οποία οι Έλληνες αντιμετώπιζαν την κληρονομιά τους, αλλά και από την αποδοκιμασία με την οποία η σύγχρονη ιστοριογραφία γενικά αντιμετώπιζε τη βυζαντινή ιστορία και τον πολιτισμό, όλα αυτά τον ώθησαν να κάνει τη βυζαντινή ιστορία την ειδικότητά του. Τον βοήθησαν σ’ αυτό δυο χαρακτηριστικά του στοιχεία, η ελευθερία από καθαρή αγάπη για την εθνική του καταγωγή και το πάθος του να μάθει γι’ αυτήν, ξεκινώντας να ψάχνει ένα πρόβλημα από τις αρχικές πηγές του.
Προβλήματα στην απόφαση του Χαρανή να σπουδάσει τη βυζαντινή ιστορία ήταν πρώτον το πού θα σπούδαζε, αφού ουσιαστικά ο μόνος βυζαντινολόγος ήταν ο Vasilief στο Wisconsin και δεύτερον, οικονομικοί λόγοι αφού την υποτροφία στην οποία ήλπιζε, δεν την πήρε. Αφού έγραψε στον Vasilief και αυτός τον δέχτηκε, αποφάσισε να ξεκινήσει χωρίς την υποτροφία. Οι θείοι του και τα αδέρφια του παρά τη μεγάλη οικονομική κρίση, τον βοήθησαν τον πρώτο χρόνο, με τις δουλειές τους σε ελληνικά εστιατόρια. Το δεύτερο χρόνο (1932-1933), πήρε υποτροφία και στη συνέχεια έγινε βοηθός καθηγητή.
Το μεταπτυχιακό του Χαρανή είχε τον τίτλο: «Το βυζαντινό εξωτερικό εμπόριο τον 6ο αιώνα». Έκανε μαθήματα σε πολλά ιστορικά πεδία, όπως Ευρωπαϊκή ιστορία, από αρχαία έως σύγχρονη, αλλά και λίγη Αμερικανική ιστορία. Το θέμα του διδακτορικού του (Η θρησκευτική πολιτική του Αναστάσιου του Α’, Ρωμαίος αυτοκράτορας, 491-518), το διάλεξε πολύ προσεκτικά, ώστε να είναι πρακτικό, αρκετά βυζαντινό, αλλά και αρκετά αρχαίο, ώστε να μπορεί να δείξει ότι μπορεί να διδάξει αρχαία ιστορία. Αν δεν ήταν ο μόνος διδάκτορας που έβγαλε ο Vasilief, ήταν σίγουρα ο μόνος Βυζαντινός. Αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι όταν πέρασε τις εξετάσεις ο Χαρανής, άρχισε να χορεύει Ελληνικά από τη χαρά του, σε κεντρική οδό της πόλης.
Ο Χαρανής έκανε μεγάλη εντύπωση στους καθηγητές του. Μερικές κρίσεις τους: «Είναι ανώτερος άνθρωπος σε εμφάνιση, χαρακτήρα, προσωπικότητα». «Όλοι οι φοιτητές του τον συμπαθούν, τον σέβονται, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, κάνει τη δουλειά του να προκαλεί το ενδιαφέρον των φοιτητών του». «Είναι έξυπνος, αξιόπιστος, έντιμος, πολυμήχανος και διαθέτει χαρισματική προσωπικότητα». «Δεν ξεμένει ποτέ από ιδέες, το λεξιλόγιό του είναι άριστο, μιλά εύκολα και κρατά την προσοχή των ακροατών του».

Ο Π. Χαρανής σε μια χαρακτηριστική πόζα στο γραφείο του, στο Πανεπιστήμιο Rutger.


Ο ίδιος ο Χαρανής έλεγε: «Γράφεις, αφού πρέπει, βιβλία και άρθρα, αλλά πιστεύεις επίσης, ότι η πρώτη σου υποχρέωση είναι απέναντι στους φοιτητές σου, όχι μόνο να τους εκπαιδεύσεις ως συνεχιστές σου, αλλά να φτιάξεις μορφωμένους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, ώστε η ποιότητα ζωής που χαρακτηρίζει πραγματικά πολιτισμένους ανθρώπους, της οποίας απαραίτητα συστατικά είναι ο σεβασμός για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ελευθερία σκέψης και έκφρασης, και η
καλλιέργεια ανεξάρτητης κρίσης, να ενισχυθεί στη χώρα σας».
Την πατρίδα του τη Λήμνο τη θυμόταν και την αγαπούσε πολύ. Θυμόταν την απελευθέρωση από τους Τούρκους το 1912, σαν μια ανεκτίμητη εμπειρία, όταν οι Ελληνικές μονάδες απελευθέρωσης έφτασαν στο νησί. Όταν το νησί το κατέλαβε το Ελληνικό ναυτικό, οι Έλληνες στρατιώτες πήγαν σε διάφορα χωριά και διανυκτέρευαν στις πλατείες. Κάποια μικρά παιδιά έτρεχαν να δουν τους Έλληνες στρατιώτες, να δουν πώς είναι οι Έλληνες. «-Τι κοιτάτε ρε;», ρώτησε ένας στρατιώτης. «-Τους Έλληνες» «-Γιατί εσείς δεν είστε Έλληνες;» «-Οχ’ εμείς είμαστε Ρωμιοί» ήταν η απάντηση απ’ την άλλη μεριά. Ο Χαρανής, μεγάλος πια αστειευόταν, ότι από τη στιγμή που η Λήμνος ήταν αρχαία Αθηναϊκή αποικία, καθώς δεν άλλαξε μετά από τόσους κατακτητές, αυτός ως Λήμνιος, ήταν «γνήσιος γιος του Περικλή».




Λήμνια καλά
Από την ποιητική συλλογή «Γηγενές πυρ» του Ιωάννη Ψάρρα


Οι λόφοι συνετοί.
Το μειδίαμα του δειλινού
γλυκό τριαντάφυλλο στην καρδιά.
Βάδισμα νωχελικό στην άκρη της θάλασσας.
Οι ήχοι είναι της σιωπής.
Στοχασμός.
Η ύπαρξη όταν στοχάζεται
κάτω από τέτοιες συνθήκες,
αγαπά.







Μαρτυρίες για τον Παναγιώτη Χαρανή

Συλλογή Σταύρος Τραγάρας


Νίκος Κάντζος. Ήνταν πολύ καλός άθρωπος, και ο ίδιος και η δυχατέρα τ’ η Αλεξάνδρα. Ήνταν χωρατατζής, πολύ περήφανος, κι ενώ ήνταν μεγάλος επιστήμονας όπως ακούγαμ, δε μεγαλοπιάνταν καθόλ. Αγάπαν πολύ τα ζώα. Είχε ένα σκύλο κι όπου κι αν πήγαινε τον ακλούθαν. Το κατκήργιο τ ήνταν ο Αγιαρμόλας. Μια μέρα έβγαλα ένα μκρέλια ροφό και τς τον πρόσφερα. Τν άλλ’ μέρα ήρτε με ένα μπουκάλ’ ουίσκι και με το έδωκε. Κάποιος καυκιένταν, να μην πούμε το όνομα τ’ τώρα γιατί έναι εν τη ζωή, και τον λέγ’ ο Χαρανής. «Άμα εχ’ς καλά παιδιά, τι τα θελ’ς τα καλά, κι άμα δεν εχ’ς καλά παιδιά τι να τα καμς τα καλά;». Τόπιασες το νόημα;

Βαγγέλης Δασοπάτης. Είμαστε μια παρέα μορλάδες πριν να φυγ’ για τν Αμερική. Εγώ ήμνα λίγο πιο μκρος, αλλά με παίρναν μαζί τς οι αλλ’. Παγαίναμ και κλέβαμ φρούτα, πιο πολύ τζάνερα, απ’ τα δέντρα. Τότε είχαμ αυτό το σπορ, τώρα έχνε άλλα. Είχαν ένα σαθήρ δεκεί στο σπίτι τς που είχε ούλο ντω λογιώ τα φρούτα μέσα. Και τον ρωτούσαμ τον Παναγιώτ γιατί αφού έχνε τέτοιο σαθήρ παγαίν’ με τα μας στα ξένα σαθήρια, και κειος γέλαν και μας ήλεγε: «Πώς γίνεται βρε παιδιά, να κλέψω το θκο μας το σαθήρ; Γίνεται; Δε γίνεται».
Θμούμαι είχε το 1919 γαλλικό πυροβολικό πας τς μυλλ’ και παγαίναμ και κλέφταμ κανένα ντενεκέ ή οτ βρίσκαμ τέλος πάντων. Στο σκολειό είμαστε ο ένας να χτυπάς τον άλλον, αλλά ο Παναγιώτς ήνταν καλός μαθητής, έξυπνο παιδέλ’ μη ντα λογαριάγ’ς. Παγαίναμ στς νούριακ’, στα χαντάκια, σαν παιδέλια που είμαστε, κι ανοίγαμ φούρεν’ ρίχταμ μέσα καβαλίνες και τς βάζαμ φωτιά. Ήνταν και τούτο το παιγνίδ μας. Ο Χαρανής έκαμνε τς πιο μεγάλ’ και τς πιο όμορφ φούρεν’.
Είχε ένα ιδίωμα στο πορπάτμα, με το ένα ποδάρ δεν πάταν με τν αρίδα όταν το προχώργιε, είχε δηλαδή ένα αλαφρό κούτσαμα και όντας θέλαμ να τον πειράξομ κάμναμ πως πορπατεί και κειος θύμωνε και μας κυνήγαν. Με ήλεγε ο σχωρεμένος ο Χαράλαμπος ο Σαράντης ο Μαστροβασίλ’ς ότι όντας ήνταν παιδιά πδήξαν από ένα τοίχο και έπεσε καταπόδ απ’ τον Παναγιώτ μια κοτρώνα απ’ τον τοίχο και τον χτύπσε στν αρίδα και τον κούτσανε.
Ο μπαμπάς τ’ είχε πεθάν’, ήνταν ορφανός και θμούμαι πόσο καλή γ’ναίκα ήνταν η μάνα τ’ η Χρυσάνθη, μα καλή απ’ τς καλές. Είχε δυο αδέρφια το Δημητρό και το Χαρελάμπ, είχαν φυγ’ για Αμερική πιο μπροστά. Ήρτε ξανά ύστερα από χρόνια όντας ήνταν φοιτητής νομίζω, για μπλιο ύστερα. Είχε δαν’στεί ένα γάδαρο και πήγαινε στον Αγιαρμόλα για μπάνιο, ήνταν πολύ χαρούμενος, ούλο τραγούδγιε και φώναζε, πάτγιε κατ φωνάρες, φαίνταν ότι είχε χαρά ο άθρωπος. Φώναζε ας πούμε, γεια σας αθρώπ, γειά σου θάλασσα, γεια σου αγέρα, γεια σας πλια και δέντρα, γεια σου και σένα γάδαρε. Τούτο το πράμα να μλα μαθέ με το γάδαρο είχε παραξενέψ πολύ τον κόσμο. Ύστερα ξανάρτε πολλές φορές σα γέρος, ταίριασε να βρεθούμε, τα θμούνταν ούλα, κάτσαμ και τα κουβεντιάσαμ και ήνταν συγκινημένος, μπορεί να ξέφγιε και να γίν’κιε μεγάλος και τρανός αλλά ήνταν σαν εμάς απλός άθρωπος.

Βασίλης Λούγκλος. Όταν ήμουν μικρό παιδί, είχαμε στην αυλή μας ένα αγαλματάκι από μάρμαρο και το παίζαμε εμείς τα παιδιά. Το λέγαμε «κουκλούδ» και «παιδέλ’». Το είχε βγάλει το υνί καθώς όργωνε από ένα χωράφι μας στον Κουτουρλό. Κάποια μέρα είχε έρθει στο σπίτι μας ο Χαρανής και το είδε. Αυτό, μας είπε, είναι αρχαίο ελληνικό άγαλμα, πρέπει να ειδοποιήσουμε την αρχαιολογική υπηρεσία. Εμείς τα παιδιά κλαίγαμε και δε θέλαμε να αποχωριστούμε το άγαλμά μας. Έχει μεγάλη αξία μας είπε, αλλά πρέπει να πάει εκεί που ανήκει, στο μουσείο. Τελικά ήρθε η αρχαιολογική υπηρεσία και το εκτίμησε, ήταν ένα άγαλμα τρεισήμισι χιλιάδων ετών (3500) και βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λήμνου, χάρη στον Χαρανή. Χάσαμε εμείς τα παιδιά ένα παιχνίδι και κέρδισε το Μουσείο ένα ανεκτίμητο θησαυρό.

Το πατρικό σπίτι του Παναγιώτη Χαρανή στην Ατσική.(Φωτο. Σταύρος Τραγάρας)







Το πλούσιο σπίτι μας

Από την ποιητική συλλογή «Λήμνος» του Σταύρου Τραγάρα


Ηλέκτρινη γκαζιέρα με τρόμπα
μάλαμα απ’ το Ελντοράντο
χυμένο σε θαλασσοχελώνες
από κονκισταδόρες Λημνιών καφενείων.

Οπή από φευγάτο μποντάκι στην πόρτα
δέσμη φωτός και ηλιόσκονη
ψαυμένη με το δάχτυλο.

Παλιό κουτί από παστίλιες ΙΟΝ
κουμπιά χρωματιστά
δεκάρες και πεντάρες
μια δαχτυλίθρα
ένα καρούλι άδειο
και ένας νάνος ζούδιαρης.

Η σκάλα η καρένια
κεδρία και κερί από μέλισσες
στις εκατόμφυλλες κάμαρες
δορύξενων πνευμάτων.

Μαγκάλι αργυρένιο
ανθέμιο σε σποδό
Εδώμ γενναιόκαρδων
ευσπλαγχνικό πολύδωρο.

Απανάρι χερόμυλου
σβούρα μαγική αντρελουσίων
πράξεις Θείας Ευχαριστίας
δώρο απ’ τον Ζαγρέα
προετοιμασία για τον άξενο πόντο.

Απάνθηση στην άπαρτη ακακία μας
φθινοπωρινές στάλες βροτείων
τραυματίες δουλαγωγημένοι έκτοτε
βροχιασμένοι νοσταλγικοί ευγνώμονες.

Σπουργίτια εγρέμαχα στο τζάμι
χιόνι ασπροκόκκινο
και κρούσταλα εκατογκάρανα
λουκούμι τριαντάφυλλο τυλιγμένο στο χαρτί
κάθε βράδυ απ’ τον πατέρα
γονίδι σε ηλιοκάμινο ιερογλώσσων.

Πιάτο με προζύμι ξεχειλισμένο
και η πετσέτα με τις κόκκινες ρίγες
υφασμένη απ’ την Παναγιωτίτσα
και τις Εργαστίνες
τιμημένες με κλάδο ελαίας
και θυμίαμα κάθε Σαββατόβραδο.

Κρίκελας στην εξώπορτα σιδερένιος
και παράτωμα κάθε βράδυ δοξαστικό
σ’ απάνεμο λιμάνι ήσυχο
σφάλισμα από κείνους που ουρλιάζουν.










ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ (λιθογλύπτης)

Σταύρος Τραγάρας


Ο Γιάννης Φωτιάδης γεννήθηκε στη Σαμψούντα της Μικράς Ασίας το 1880. Ο πατέρας του ονομαζόταν Παναγιώτης. Είχε τρία αδέρφια, το Βασίλη που ήταν μάγειρας στα καράβια και ήταν εγκατεστημένος τη Νίκαια του Πειραιά, τη Μελπομένη που παντρεύτηκε στη Θεσσαλονίκη και τη Δέσποινα που παντρεύτηκε στα Ταμπούρια του Πειραιά. Ο Γιάννης Φωτιάδης ασχολήθηκε από μικρός με την τέχνη της λιθογλυπτικής – μαρμαρογλυπτικής.

Ο Γιάννης Φωτιάδης στο υπό κατασκευή καμπαναριό της Ατσικής, πάνω σε σκαλωσιά


Στην Ελλάδα και στη Λήμνο έφτασε το 1918, μαζί με συνεργείο μαρμαροτεχνιτών και επικεφαλής Άγγλο αρχιτέκτονα για να επιμεληθούν την κατασκευή των συμμαχικών νεκροταφείων Μούδρου και Πορτιανού για τους πολυπληθείς πεσόντες συμμάχους στρατιώτες στα Δαρδανέλλια, του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Σε τι έργα είχε εργασθεί έως τότε είναι άγνωστο, αφού όλα αυτά δεν ήταν του ενδιαφέροντος της ιστορικής καταγραφής, τώρα δε μετά από τόσα χρόνια είναι δύσκολο να βρει κάποιος στοιχεία. Το βέβαιο είναι ότι ήταν γνωστός τεχνίτης, αφού ήταν επικεφαλής του συνεργείου των τεχνιτών Λημνιών και ξένων. Βέβαιο είναι πάλι ότι δεν ήταν απλός εμπειροτέχνης αφού γνώριζε σχέδιο, γνώριζε δε αν και δεν τις πολυχρησιμοποιούσε όλες τις τεχνικές της γλυπτικής, δηλαδή τη χρήση πηλού και τη μετατροπή πήλινων δημιουργημάτων σε γύψινα. Δεν γνωρίζουμε αν έφτιαξε χάλκινα, που μάλλον δεν έφτιαξε τουλάχιστον σε ευρεία κλίμακα, αλλά μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο λόγος γι’ αυτό δεν ήταν βέβαια η έλλειψη τεχνικής, αφού μετά το στάδιο του γύψινου η δουλειά του γλύπτη σταματά και αναλαμβάνει πλέον το χυτήριο, αλλά ο λόγος ήταν η προτίμηση της κοινωνίας για πέτρινα και μαρμάρινα μνημεία και όχι για χάλκινα, τα οποία κόστιζαν και περισσότερο.

Πρόπλασμα για κάποιο ηρώο, που δεν πρόλαβε να το υλοποιήσει. Βρίσκεται στο σπίτι της νύφης του, στη Μύρινα (Φωτο. Σταύρος Τραγάρας)


Γρανιτένια κουκουβάγια, έργο Γ. Φωτιάδη. Βρίσκεται στο σπίτι της νύφης του, στη Μύρινα (Φωτο. Σταύρος Τραγάρας)


Γύψινος άγγελος. Πρόπλασμα, έργο Γ. Φωτιάδη. Βρίσκεται στο σπίτι της νύφης του, στη Μύρινα (Φωτο. Σταύρος Τραγάρας)


Ο Γιάννης Φωτιάδης εγκαταστάθηκε στη Λήμνο, η οποία του άρεσε πολύ και η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλο ο νησί, για τις ικανότητές του. Παρόλο που ήταν σχετικά μεγάλος σε ηλικία, έγινε πολύφερνος γαμπρός και το μήλο της έριδος μεταξύ των πλούσιων κοριτσιών με τα δεδομένα εκείνης της εποχής, της τότε Λημνιακής κοινωνίας. Παντρεύτηκε την Ατσικιώτισσα Ελισάβετ Κούβαρου και έκαναν μαζί ένα παιδί στα 1931, το γνωστό σε όλους μας αείμνηστο Παναγιώτη Φωτιάδη, πολιτικό μηχανικό, οποίος πέθανε στα 1997 σε ηλικία 66 ετών. Ο Γιάννης Φωτιάδης έφτιαξε το σπίτι του στην Ατσική, είναι το απίτι που στέγαζε για πολλά χρόνια το Αστυνομικό τμήμα Ατσικής, το οποίο ανήκει τώρα στον εγγονό του και συνονόματό του Γιάννη Φωτιάδη, που τιμά την εκδήλωσή μας με την παρουσία του απόψε. Εργάσθηκε για πάρα πολλά χρόνια στην Ατσική, οι παλιότεροι θα θυμούνται το εργαστήριό του μπροστά από το σπίτι του, αναλαμβάνοντας πολλά έργα, κυρίως μνημεία, σχολεία, εκκλησίες, καμπαναριά, λιμάνια και πλατείες. Έργα του είναι εγκατεσπαρμένα σε όλη τη Λήμνο. Δικά του έργα είναι η πλατεία Ατσικής, το μνημείο πεσόντων Ατσικής, το λιμάνι του Μούδρου, το δημοτικό σχολείο του Ρωμανού, το μνημείο Κυπρίων ηρώων στη Μύρινα, ο Άγιος Χαράλαμπος Βάρους, η εκκλησία του Κότσινα, πληθώρα ταφικών μνημείων σχεδόν σε κάθε χωριό της Λήμνου. Το μεγαλύτερο όμως δημιούργημά του είναι το καμπαναριό της Ατσικής, το οποίο είναι το μεγαλύτερο και πιο εντυπωσιακό καμπαναριό της Λήμνου και το οποίο το είχε αναλάβει μόνος του, χωρίς την επίβλεψη ή διαμεσολάβηση κάποιου πολιτικού μηχανικού ή αρχιτέκτονα. Αυτό δείχνει ότι ο Γιάννης Φωτιάδης ήταν κάτι πολύ περισσότερο από έναν έστω καλό τεχνίτη ή γλύπτη. Ο Φωτιάδης αναλάμβανε εργολαβίες μεγάλων έργων αλλά καθώς ήταν ένας γνήσιος καλλιτέχνης που δεν είχε καλή σχέση με το χρήμα, συχνά έπεφτε έξω στους προϋπολογισμούς των έργων, πληρώνοντας από την τσέπη του τα υπόλοιπα. Στο λιμάνι του Μούδρου έπαθε οικονομική καταστροφή, αφού έπεσε πολύ έξω από αυτά που υπολόγιζε.
Ο Γιάννης Φωτιάδης, γνωστός σε όλο τον κόσμο με το προσωνύμιο «Μαστρογιάννης» ήταν δεινός γλύπτης της πέτρας και του μαρμάρου. Σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιούσε οδηγά σημεία, αλλά ούτε και προπλάσματα για τις σχετικά απλές μορφές που έφτιαχνε. Είχε «ειδικευτεί» σε γυναικείες μορφές, σε μορφές αγγέλων με φτερά κυρίως για ταφικά μνημεία, σε λίθινες κουκουβάγιες για σχολειά, σε αμφορείς για παραστάτες εξωτερικών θυρών, αλλά και σε κεφαλές δρακόντων με λεόντια χαρακτηριστικά κυρίως για γωνίες σπιτιών ή για το ανώτερο μέρος κιόνων, σαν αγαθά και προστατευτικά στοιχειά των οικιών. Εκτός από τα καλέμια και τα σφυριά του, είχε, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, σύγχρονα μηχανήματα που είχε φέρει από την Ιταλία για την επεξεργασία της πέτρας. Τον είχαν ζητήσει επανειλημμένως Τηνιακοί μάστορες να πάει μαζί τους στην Αθήνα, αλλά αυτός προτιμούσε να παραμένει στην Ατσική και τη Λήμνο.
Ο Γιάννης Φωτιάδης ήταν καλοσυνάτος και χαμογελαστός άνθρωπος, μειλίχιος και ευγενικός, γενναιόδωρος και πολύ εργατικός. Για εκκλησίες και ηρώα τις περισσότερες φορές την εργασία του την διέθετε δωρεάν σαν προσφορά, στο Λημνιακό τύπο των περασμένων δεκαετιών θα βρει κανείς άφθονα ευχαριστήρια κοινοτήτων εκκλησιαστικών επιτροπών κλπ προς το Γιάννη Φωτιάδη, για δωρεές που τους έκανε. Πρόσεχε υπερβολικά τους εργάτες που χρησιμοποιούσε, τους οποίους τους πλήρωνε πάνω από το κανονικό. Ήταν υπέρ το δέον εργατικός και όλοι τον θυμούνται σαν ένα άνθρωπο που συνεχώς πάλευε με τις πέτρες. Ο Γιάννης Φωτιάδης ποτέ δεν συνταξιοδοτήθηκε. Πέθανε ξαφνικά ενώ έγραφε ένα γράμμα και ενώ ήταν ακόμα στα 85 του χρόνια ενεργός εργαζόμενος τεχνίτης και γλύπτης.

Το σπίτι του Γιάννη Φωτιάδη στην Ατσική (Φωτο. Σταύρος Τραγάρας)


Περίτεχνο κιονόκρανο έργο του Φωτιάδη, που στολίζει το σπίτι του στην Ατσική (Φωτο. Σταύρος Τραγάρας)










Απόσπασμα από το «Μυθιστόρημα»

Γιώργου Σεφέρη


Εμείς που ξεκινήσαμε για το προσκύνημα τούτο
κοιτάξαμε τα σπασμένα αγάλματα
ξεχαστήκαμε και είπαμε
πως δε χάνεται η ζωή τόσο εύκολα
πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους
και μια δική του δικαιοσύνη
πως όταν εμείς ορθοί στα πόδια μας πεθαίνουμε
μέσα στην πέτρα αδερφωμένοι
ενωμένοι με τη σκληρότητα και την αδυναμία
οι παλαιοί νεκροί ξεφύγαν απ’ τον κύκλο
κι αναστήθηκαν
και χαμογελάνε μέσα σε μια παράξενη ησυχία.





Είδα τον παππούλη μου

Από την «Ιθαγένεια» του Κώστα Μύρη


Είδα τον παππούλη μου το Μικρασιάτη
Με γυμνή πατούσα να μετράει τον ήλιο
Να διαβαίνει ποταμούς μ’ ανοιχτές οργιές
Σαν τη λαγωνίκα ψάχνοντας τον Άδη
Να ζητάει το δρόμο
Πότε με τον ύπνο πότε με το ξύπνο
Να κερδάει τον κόσμο με ζαριές.

Είδα τον παππούλη μου το Μικρασιάτη
Άκρη άκρη στο ποτάμι με προβιές
Σκεπασμένο από μέδουσες, σκυλιά,
Πλήθος όρνεα, αρμαθιές γύρω τριγύρω σερπετά.

Έφυγε ξαρμάτωτος κι ούτε που κατάλαβε
Έφυγε ξαρμάτωτος λίγο πριν μπαρκάρει
Για μακρύ ταξίδι στους μικρούς μπαξέδες
Του καρασεβντά.







Λίγα λόγια για το καμπαναριό της Ατσικής

Κώστας Σαράντης


Θα σας αναφέρω ορισμένα στοιχεία για κάποια ιστορικά γεγονότα, που έχουν σχέση με την κατασκευή του καμπαναριού της Ατσικής.
Πριν από το σημερινό καμπαναριό υπήρχε ένα παλιότερο, το οποίο βρισκόταν μπροστά στην είσοδο της εκκλησίας και ήταν ένα με αυτή. Επειδή όμως είχε σοβαρές βλάβες, στην πραγματικότητα ήταν ετοιμόρροπο, αφού είχε κατασκευασθεί το 1862 με 1864 μετά την κατασκευή της εκκλησίας, αναγκάστηκαν να το γκρεμίσουν και τοποθέτησαν τη μικρή καμπάνα που υπάρχει στο σημερινό καμπαναριό, πάνω σε μια συκιά. Αυτό είχε προκαλέσει πολλά ειρωνικά σχόλια μεταξύ των Λημνιών των άλλων χωριών, οι οποίοι όταν ερχόταν η συζήτηση στην εκκλησία της Ατσικής, τους έλεγαν «Μιλάτε κι εσείς που για καμπαναριό έχετε μια συκιά». Έτσι ο τότε Σύλλογος Ατσικιωτών Αμερικής αποφάσισε να δώσει χρήματα για να κατασκευαστεί ένα καμπαναριό, που όμοιό του δεν θα υπήρχε στη Λήμνο. Τα σχέδια έγιναν στην Αμερική και τα έστειλαν από εκεί στη Λήμνο, μαζί με ένα χρηματικό ποσόν 650 χιλιάδων δραχμών, για να αρχίσει η κατασκευή του καμπαναριού. Το έργο άρχισε το 1925. Οι γρανιτένιες πέτρες από τις οποίες είναι κατασκευασμένο αυτό το θαυμάσιο έργο, οι λεγόμενες μαυρόπετρες, μεταφέρθηκαν από τα λατομεία του Ρωμανού με αλογόκαρα. Αρχιτέκτονας ανέλαβε ο Ιωάννης Φωτιάδης, ο οποίος καταγόταν από τον Πόντο και είχε έρθει μαζί με τον πατέρα του στη Λήμνο, είχε δε εγκατασταθεί στην Ατσική. Γλυπτά έργα του και μνημεία θα δούμε σε όλη τη Λήμνο, τα οποία είναι πανέμορφα. Σημειωτέον ότι την τέχνη του τη διδάχθηκε κοντά στον πατέρα του, ήταν δηλαδή εμπειρικός γλύπτης.
Για τις ανάγκες του έργου ο Φωτιάδης έφερε 10 τεχνίτες πελεκάνους από την Καβάλα, χρησιμοποιούνταν δε και 10 με 20 εργάτες συνεχώς. Το έργο συνεχίστηκε και το 1929 είχε φθάσει στο δεύτερο όροφό του, προοριζόταν δε βάσει των σχεδίων να γίνει και τρίτος όροφος, αλλά λόγω έλλειψης χρημάτων, σταμάτησε σ’ αυτό το σημείο και φτιάχθηκε η οροφή. Όταν τελικά το 1930 το καμπαναριό τελείωσε, οι Ατσικιώτες και οι λοιποί Λημνιοί είδαν ένα έργο, που όμοιό του δεν υπήρχε στην τέχνη, στην αρχιτεκτονική, στη γλυπτική, σε ολόκληρη τη Λήμνο, νομίζω δε ότι ούτε στο μέλλον θα υπάρξει. Η καμπάνα είχε αγορασθεί από το Άγιο Όρος και ήταν Ρωσσικής προελεύσεως και κατασκευής, ήταν δε αρκετά μεγάλη, με το βάρος της να φθάνει τα 400 κιλά, στοίχιζε δε τότε, 45 χιλιάδες δραχμές. Ο ήχος της ήταν τόσο δυνατός, που ακουγόταν στα γύρω χωριά, όπως στο Βάρος, Σβέρδια, Πορπούλ, Λέρα. Ο ήχος της ήταν χοντρός λόγω σύστασης του κράματος και δεν άρεσε στους Ατσικιώτες, γι’ αυτό την κατέβασαν και τη μίκρυναν στη Μύρινα, με βάρος που έφτανε τελικά στα 300 κιλά. Σε μια λιτανεία από το συνεχές χτύπημα η καμπάνα έσπασε και τότε την μετέφεραν στην Αθήνα, όπου πήρε τη σημερινή της μορφή και μέγεθος με βάρος περίπου 250 κιλά. Αυτή με λίγα λόγια είναι η ιστορία του καμπαναριού της Ατσικής Λήμνου, ενός έργου επιβλητικού, που στέκει για να διαλαλεί στους αιώνες την ομορφιά του και να γεμίζει υπερηφάνεια τους Ατσικιώτες αλλά και όλους τους Λημνιούς.





Σταύρος ο πετράς

Από την ποιητική συλλογή «Λήμνος» του Σταύρου Τραγάρα


Ίσα που πρόλαβα στη γωνία
μόλις έστριβες για το μεγάλο ταξίδι
να μετωκήσεις
από τη χώρα των γενναίων
στη χώρα των δικαίων.

Όμως παντού έμειναν να καπνίζουν
ευκολογνώριστοι οι ανεφανοί σου
ίχνη αγαλήνευτα
πατημασιές έφιππου άγγελου
στο στρωμένο χιόνι.

Μιλούν τα πελώρια αγκωνάρια
ανώφλια σε πόρτες και παράθυρα
ψιθυριστές φωνές κι άδρομα λόγια
παιδιών που ορφάνεψαν από πατέρα.

Κλαίνε τα άδρεπτα σταφύλια
στα αδιόδιστα αμπέλια
της αυτοκρατορίας των κοινοκτημόνων
το χαμό του αυγινού μουσαφίρη.

Ρήμαξε το ιερό σπήλαιο των μελισσών
ποιός τολμά να μπει
και να κλέψει το μέλι του Δία.

Επεσαν σε μελαγχολία μεγάλη
τα απολιθωμένα αδινοθήρια
στης Σμούλας τα τριτογενή πετρώματα
καμιά ελπίδα να βγουν στον ήλιο
που έβοσκαν από παλιά.

Τιμωρία στη γωνιά οι μανέλες
οι σφήνες τα σφυριά τα καλέμια
σιωπηλά σκουριασμένα σοφά
θρηνούν τον αθεσμόβιο αφέντη των βράχων.

Διαλαλούν τα αλουργικά πετρώματα
στους τοίχους των βαρουσίων
αιώνια αρχαία γιορτή
πίνοντας άμριτα αθανασίας.

Ανασπάζονται αχείμαστοι βαρδιάνοι
πετράδες και καμινιέρηδες τη γη
σαν αναγνωρίζουν
τις λαξεμένες γωνιές και γρυπίδες.

Σιωπούν οι σιδηρολοστοί της ακουρασίας
αιγανέες ηρώων
αθύρματα στα χαλκά σου τα μπράτσα
που αλάρανε ογκολίθους του όρους
και ανάχασκε το πέτρινο βασίλειο
στην αρχοντεία της ασυγγνώμονος ρώμης.

Οι ανυπότακτοι ατραποί
και οι μέλανες γρεμνοί
δεν γέρνουν πια το κεφάλι
άτυφοι σωροί αχύρων σε ανεμοστρόβιλο.

Οι χαράδρες δεν ηχούν παταγωδώς
ούτε βρέμουν σιδερένιοι γαβιάληδες
κομματιάζοντας σκληρά τη γαία μάνα
δειροτόμοι χαλασμού όπως τότε
ιχνεύμονες του Ιαπετού.

Χάθηκαν οι χορευτές των ειλοπεδίων
και οι ανασγαρλιστές των εκγλυφών
μαζί με τον ιεροσκόπο των βράχων
και τον γητευτή της αετόπετρας.

Οι κουρσευτές των εγκαταβιωμάτων
δεν φέρνουν τα έναρα σε σένα πια
για να πάρουν το εύγε
απ’ τον εμπυρευτή των συμπαγών όγκων.

Μόνο καίνε θυμίαμα πότε – πότε
στον ηφαίστειο ελελίχθονα
στον απόντα των κορυφών
και λαφυραγωγό των ηλέκτρων
σε σένα Σταύρο Μπουρμά
παππού γνωστέ άγνωστε.




Ο Γιάννης Φωτιάδης μπροστά σε ένα ταφικό μνημείο που δημιούργησε, στο νεκροταφείο Ατσικής. Τη φωτογραφία μας την έδωσε ο εγγονός του Γιάννης Φωτιάδης.





Μαρτυρίες για το Γιάννη Φωτιάδη

Συλλογή Σταύρος Τραγάρας


Παναγιώτης Καρασταμάτης. Ήμνα γείτονας και έβλεπα πόσεν’ δλεια ήθελε το πελέκ’μα. Από κοτρώνα να το καμς άγαλμα δεν έναι παίξε γέλασε. Ήμνα μκρος και γερός και με ήθελε ο Μαστρογιάνν’ς, με έλεγε θα μαθς και θα γιν’ς τεχνίτς σαν και μένα. Τότε παγαίναμ στ Μητρόπολ’ εργάτες και μας πληρώναν πενταροδεκάρες όποτε πλούσαν το μαξούλ’, ή στο θέρζμα και μας δίναν ένα πνακ’ κθαρ ήλιο με ήλιο. Εμείς τι να το κάμναν το κθαρ, κθαρ είχαμ, πού θα το πλούσαμ, πουθενά, κανείς δεν αγόραζε. Ο Μαστρογιάνν’ς πλήρωνε ντούκου. Όμως ήνταν τόσο άχαρ και σκληρή η δλεια που προτιμούσα να σκάβω τζάμπα παρά να χτυπώ τ’ μπέτρα με πληρωμή. Είχα πάντως δλεψ με το Μαστρογιάνν’ κάμποσες φορές.

Βαγγέλης Δασοπάτης. Τ’ μπλατέα τ’ χωριού τν έφκιασε ο Μαστρογιάνν’ς. Το χωράφ ήνταν τ’ Ρήγα που ήνταν πεθερός τ’ Μιλτιάδη και το απαλλοτρίωσεν η κοινότητα. Κατ ήνταν χώμα. Ο Μαστρογιάνν’ς το ανάλαβε μετά τον πόλεμο. Στν αρχή κβανούσαν πέτρες και τς ρίχναν, τον λέγω Μαστρογιάνν’ δε καν’ εδιέτς, θα κατσ’ η πλατέα, να βαλ΄ς μαστόρ να το πατώσνε. Με λεγ’ καλά λες και έβαλε μαστόρ και το πατώσαν και από παν μπήκαν οι πλάκες και ανάμεσα πίσσα. Ο Μαστρογιάνν’ς είχε τούτο το προτέρμα, ενώ δηλαδή ήνταν μεγάλος τεχνίτς, άκγε τι τον ήλεγες, το εξέταζε το πράμα, δεν είχε ψευτοεγωισμό. Α, και το συντριβάν’ τς πλατέας το έφκιαξε ο ίδιος, εκειός σμίλεψε το κεντρικό μέρος και το γύρω γύρω το έχτ’σα εγώ.
Στο καμπαναριό είχε μαστόρ Ρουμανιώτες καμιά δεκαπενταριά και πελεκούσαν τς πέτρες. Το έργο αυτό ήνταν μεγάλο, δλεύαν 4-5 χρόνια για να γιν’.
Ο Μαστρογιάνν’ς ήνταν πολύ καλός άθρωπος και καλός τεχνίτς, αλλά δεν ήβγαζε φράγκα γιατί ήθελε τη δλεια να τ’ γκάμεν’ πολύ καλή. Αργολάβος θα πει τσαμπάγ’ς κι ο Μαστρογιάνν’ς τσαμπάγ’ς δεν ήνταν. Δεν ήνταν πονηρός άθρωπος, ήνταν αθώος και καλοκάγαθος. Πρόσεχε πολύ τς αργάτες τ’ και τς καλοπλήρωνε, κι τς πελάτες τ’ δε τς έγδερνε γι’ αυτό έπεφτε ούλο όξω στα οικονομικά. Αμ εκείν’ η γ’ναίκα τ’ η Βωτώ, αυτή έπρεπε να λέγεται αγία Βωτώ.
Ο Μαστρογιάνν’ς δούλευε κυρίως ντ πέτρα απ’ το Ρωμανού, που έναι γρανίτς. Όμως δούλευε και το μάρμαρο. Τελευταία είχε δυο μαρμαρένια μνημεία στο Λ’βαδοχώρ και με πήρε να τα στήσομ. Πα στ’ γκουβέντα με είπε ότι η αμοιβή τ’ ίσα ίσα που έφτανε για να πληρώσ’ τα μάρμαρα, τόσος κόπος τζάμπα. Τον λέγω γιατί δε τς το λες να σε δώκνε κατ παραπάν. Με λεγ’ η συμφωνία έναι συμφωνία, καλύτερα να μπω εγώ μες τον τάφο παρά να τς πω τέτοιο πράμα. Τέτοιος άθρωπος ήνταν.
Όταν έφκιανε το λιμάν’ τ’ Μούδρου, παραπάτ’σε ένας αργάτς, έπεσε ο βράχος απάνετ και τον σκότωσε. Τότε τον τραβήξαν πολύ το Μαστρογιάνν’ τον ταλαιπωρέσαν, τον πήραν το πτυχίο τ’, στεναχωρέθκιε πολύ ο άθρωπος, φτώχ’νε. Ήνταν πολύ δύσκολα χρόνια.
Γλύπτες ήνταν πολύ λίγ’ στ Λήμνο, πετράδες είχε πολλοί, που κόβαν τς πέτρες, κάμναν γωνιές κυρίως και γούρνες, αλλά γλύπτες ήνταν λίγ’. Δεν είχαν εργαλεία, μόνε καλέμια και σφήνες, και κατ πιο ψλα τα λεγόμενα βελόνια, για τα λεπτά σημεία, τς λεπτομέρειες. Στο τέλος ο Μαστρογιάνν’ς είχε φερ απ’ τν Ιταλία καλά εργαλεία. Ύστερα έπεφτε τρίψμο στα έργα μη ντα ρωτάς. Μέρες τα τρίβαν με το γυαλόχαρτο. Κόπος και βάσανο. Ο Μαστρογιάνν’ς ήθελε μαθητές τα λεγόμενα τσιράκια, αλλά δεν παγαίναν, μάλλον παγαίναν αλλά δε στεργιώναν, γιατί η δλεια ήνταν βαριά. Ήθελε γερά χέρια και γαδουρνή υπομονή.
Να πούμε κι ένα αστείο. Επί γερμανοκατοχής, προς το τέλος, κάποιοι κλέψαν πατάτες απ’ τς Γερμανοί. Αυτοίν’ βγάλαν ένα συνεργείο με ένα διερμηνέα και γύρζεν στα σπίτια και τς γυρεύαν. Ε, πήγαν και κατ στ Μαστρογιάνν’, ήνταν η σχωρεμέν’ η Βωτώ, η γ’ναίκα τ’, τς λέγ’ ο διαρμηνέας το και το. Τότε γυρίζ και η Βωτώ στς Γερμανοί και τς λέγ’ σε άπταιστα Γερμανολημνιά. «Ιχ (εγώ), άντραζεμ η Γιάνν’ς, τρίγια χρόνια αρμπάετ Μούδρο, τέτοιο πράμα μαθέ ούτε το δγήκαμ ούτε το γεματίσαμ».

Ο Γιάννης Φωτιάδης στη βεράντα του σπιτιού του. Δίπλα μόλις διακρίνεται το εργαστήριό του. Τη φωτογραφία μας την έδωσε ο εγγονός του Γιάννης Φωτιάδης.







Το αόρατο γλυπτό

Από την ποιητική συλλογή «Η μαγεία της μη διεκδίκησης» του Μανόλη Πρατικάκη


Πρέπει να με κοιτάτε όταν γονατίζω έρημος μέσα στη λέξη
Όταν σκύβω στ’ ακρογιάλι και μαζεύω τα οστά των όντων
Με μια κνήμη μετρώ τα αναστήματα
Μ’ ένα μηρό συγκρίνω το βηματισμό να είναι σύμφωνος
Όπως τα λόγια να είναι σύμφωνα με τις μορφές που τα συνέχουν
Που ενώ εκείνες έφυγαν μένουνε σύμφωνες
Σαν την ηχώ μέσα στη μνήμη
Η σκέψη άνοιγε τον κόσμο
Ο άξονάς της άκουγε φωνή φλογέρας
Συντάχθηκε πλήθος
Πρόσωπα ανόμοια που διψούσαν
Και όμως όμοια με τη φωνή του το καθένα
Με τους τρόπους του
Ξάπλωσαν στα χαλίκια
Καθένα κρατούσε κι ένα σπάγγο
Τραβήξανε τους σπάγγους
Σαν αποκαλυπτήρια μνημείων
Οι λινάτσες πέσανε μπροστά στα πόδια
Καθένας ταίριαζε το σκελετό του
Σ’ αυτό το απόλυτο άγαλμα που συνομήλικο μας ανήκει
Σ’ εκείνο το αόρατο γλυπτό που μας ακολουθεί υπομένοντας το βάρος
Αμίλητο
Σ’ εκείνα τα καλάμια που σφυρίζει ο κόκκινος αγέρας
Σ’ αυτή την άφθαρτη συναρμογή κι αντιστοιχία
Χωρίς ποτέ ν’ ακούσουμε τη σμίλη
Καμιά φορά μονάχα την ανάσα του στον τράχηλό μας
Στο σημείο που τελειώνουν οι φωνές και τα βήματα των ζωντανών
Το απόλυτο γλυπτό που μας αναλογεί
Η μόνη μας αθανασία


Ο Γιάννης Φωτιάδης με κατοίκους του Βάρους στο χτίσιμο του "Αγιοχαράλαμπου" Βάρους.





Πύρινες πέτρες

Από την ποιητική συλλογή «Γηγενές πυρ» του Ιωάννη Ψάρρα


Τι κι αν ήρθαν τόσοι και τόσοι.
Σίντιες μείναμε και παιδιά του Ηφαίστου.
Το σίδερο της όψης μας το φτιάξαμε καρδιά
και με το ίδιο χώμα αρμολογούμε τις μάντρες.
Τραχειά η φωνή για να κρυφτεί η λάβα
και τα θερμά ύδατα της αντοχής.
Πύρινες πέτρες, με τη μνήμη της φωτιάς της πρώτης
στον Αη-Σώζο φέρνουμε στο μήνα της ζωής τις λειτουργιές.
Αμήτορες και αυτοφυείς, με τη θέληση των ψυχών μας,
τη σύνθεση των πυρών τώρα επιτελούμε.



ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ "Η ΑΤΣΙΚΗ ΛΗΜΝΟΥ ΤΙΜΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ"


Σταύρος Τραγάρας, Νίκος Αρχοντίδης, Θόδωρος Μπελίτσος, Νίκος Χείλαρης στο πάνελ.



Ο Στρατηγός Νίκος Αρχοντίδης στο βήμα.



Ο Θόδωρος Μπελίτσος στο βήμα.



Η κυρία Ελευθερία Καψιδέλη στο βήμα.



Ο Νίκος Χείλαρης στο βήμα.



Ο Μπάμπης Μανωλούκος στο βήμα.



Ο Δημήτρης Τσουβελεκάκης στο βήμα.



Γιώργος Κυράνης, Ελένη Μισετζή, Δέσποινα Βασιλάρα.



Γιάννης Φωτιάδης (εγγονός) με τη γυναίκα του σε πρώτο πλάνο.



Άρης Αρχοντίδης, Ελευθερία Καψιδέλη, Αλεξάνδρα Χαρανή σε πρώτο πλάνο, παρακολουθούν την εκδήλωση



Από δεξιά: Ευτυχία Κτιστάκη, Ελευθερία Γιαννοπούλου, Αρετή Τραγάρα, Όλγα Γιαννέρη. Στην πίσω σειρά, Δέσποινα Κατσώνη, Μαρία Βαγιάκου.



Δημήτρης και Ντέπυ Πολυταρίδου, Νίκος Πυρογιάννης σε πρώτο πλάνο. Πιο πίσω Μπάμπης Γκάνης και Μπάμπης Κουρεμέτης με τις γυναίκες τους.



Η οικογένεια Σφούνη (Βασίλης, Ασπασία, Ελευθερία, Χρήστος, η γυναίκα του Χρήστου, Ο δικηγόρος Παντελής Χατζηχαραλάμπους και η γυναίκα του Σούλα, στις πρώτες σειρές.



Κώστας Μισετζής με τη γυναίκα του και Μαρία Βαγιάκου σε πρώτο πλάνο.



Διακρίνονται: Άκης Κυράνης, Γιώργος και Νίκος Κολυφέτης, Δημήτρης Γιαννάς.



Στο διάλειμμα για καφέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου